Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

protagon 02



http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

"Τα χέρια" τςη Τζίνας Δαβιλά - πηγή: www.protagon.gr

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Πόσα και πόσα τραγούδια δεν έχουν γραφτεί για τα χέρια . Ό,τι πιο αγαπημένο μου σ’ ένα άνθρωπο είναι τα χέρια. Αγαπώ τα μάτια που λένε πάντα την αλήθεια, ακόμα και όταν αχνοφέγγει εκείνη η σπιρτάδα της λατρείας ή της πονηριάς, αγαπώ το μυαλό, που με εξιτάρει και με βάζει σε άλλα προσωπικά μονοπάτια, αγαπώ τη μιμόγλωσσα,  τις κινήσεις του κορμιού που δείχνουν τη στάση ζωής, λατρεύω όμως τα χέρια που δημιουργούν, στολίζουν, χαϊδεύουν, αγκαλιάζουν. Όταν γνωρίζω έναν άνθρωπο τον κοιτώ πρώτα στα μάτια για να φυλακίσω το βλέμμα, αν μου ταιριάζει, και μετά περιεργάζομαι τα χέρια. Πώς κινούνται, πώς πιάνουν ένα ποτήρι, πώς ανάβουν ένα τσιγάρο, πόσο δυναμικά ή νωχελικά κινούνται.

Στα χέρια βρίσκω έναν απίστευτο ερωτισμό. Τα χαζεύω όσο πιο διακριτικά μπορώ από τον βραχίονα και κάτω. Λατρεύω οι άνδρες να φορούν πουκάμισα με γυρισμένα μανίκια - δυό φορές, όχι παραπάνω- που μου δίνουν τη δυνατότητα να  περιεργάζομαι το δέρμα τους και τα χέρια τους. Απεχθάνομαι τα αποτριχωμένα, τρελαίνομαι με τα εκείνα που έχουν δυνατό βραχίονα και μου επιβεβαιώνουν δημιουργικότητα. Πάω στα δάχτυλα. Μακριά, με καλοσχηματισμένα νύχια. Πόσες και πόσες αλήθειες δε λένε τα χέρια. Μακριά νύχια στο δεξί: παίζει έγχορδο. Δάχτυλα που είναι λεπτά: ασχολούνται και κάτι ευγενές. Δάχτυλα πιο χοντρά: κάνουν χειρωνακτική δουλειά. Παλάμες με ρόζους: χέρια πολυδουλεμένα. Νύχια φαγωμένα: ανασφάλεια, προβληματισμός. Νύχια στραβοκομμένα: ατημέλητος χαρακτήρας, μη επιμελής.

Όταν χαζεύω τα χέρια των ανθρώπων προσπαθώ να μαντέψω τι κάνουν καλά. Κατασκευάζουν; Ζωγραφίζουν; Γράφουν; Βάφουν; Μαγειρεύουν; Ταΐζουν ένα παιδί; Απλώνουν ρούχα; Φυτεύουν ένα λουλούδι; Χτίζουν; Χτυπούν; Αγκαλιάζουν; Είναι γεννημένα για την προσφορά ή μπαίνουν στις τσέπες και ξεχνούν να βγουν; Προεκτείνονται για μια μεγάλη αγκαλιά και ένα τρυφερό χάδι; Ζουν δηλαδή; Εκεί βρίσκω την ιστορία του καθενός. Και αν δεν μπορώ εύκολα να τη βρω, τη ζωγραφίζω στο μυαλό μου. Φαντάζομαι το καλό τους και το κακό τους. Την τρυφερότητα και την οργή τους.

Ό,τι είμαστε και δεν είμαστε το επιβεβαιώνουν τα χέρια μας. Το καλό, το κακό, το αναποφάσιστο, το σκληρό, το αγενές, το καλλιτεχνικό, το φοβισμένο. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας, η ολοκλήρωση της κάθε σκέψης και συναισθήματός μας.  Αδυναμία μου είναι τα χέρια που δημιουργούν, φτιάχνουν έστω και ένα μανταλάκι ή μια καρφίτσα ραπτικής. Λατρεύω τα χέρια που κάνουν έργο που ποτίζεται από την ψυχή του ανδρός. Του άρρενος και του θήλεος. Και ερωτεύομαι τα χέρια των ανθρώπων, τα ευλογημένα χέρια. Πάντα ο ενδόμυχος φόβος μου είναι να πάψουν να κινούνται. Όταν φύγει ένας άνθρωπος από τη ζωή στέκομαι και παρατηρώ τα χέρια του, όπως είναι σταυρωμένα. Αδύναμα για να κάνουν οτιδήποτε. Και γυρνώ πίσω στη ζωή του για να δω την ιστορία του. Όποια και αν είναι αυτή. Ποιον χάιδεψαν, ποιον συντρόφεψαν τις νύχτες, πότε χτύπησαν οργισμένα ένα τραπέζι, πότε σκούπισαν δύο δάκρυα. Και λυπάμαι τόσο πολύ όταν τα βλέπω ακίνητα.Τότε ένας άλλος μικρός θάνατος συντελείται μέσα μου.

"Το ζείμπέκικο της Ελλάδας" της Τζίνας Δαβιλά - πηγή www.protagon.gr

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Ανδρικός ξε-ανδρικός  χορός το ζεϊμπέκικο πάντα το τοποθετούσα στην κορυφή  των χορών. Κατέχει πρωτεύουσα θέση στην ψυχή μου.  Και όπου σταθώ και όπου βρεθώ, αν μου κάνει κλικ μια πενιά ή ένας στίχος θα κάνω και μια στροφή. Και ας λένε ότι είναι αντιθηλυκός χορός. Ε, και τι μ’ αυτό; Όλοι μας κουβαλάμε το άρρεν και  το θήλυ μέσα μας.

Λένε ότι είναι ο χορός του πόνου, της πίκρας, της μοναξιάς, του θανάτου. Λένε, όταν χορεύεις ζεϊμπέκικο, δίνεις μια μάχη με το χάρο. Είσαι από πάνω του στα δύο σου πόδια και εκείνος σε ζαλίζει ώσπου να πέσεις μέσα στη ρουφήχτρα που θα σε καταπιεί. Γι’ αυτό και οι κινήσεις είναι κυκλικές και τα παραπατήματα έντονα. Γέρνεις, πας να πέσεις και να! Ξαναστέκεσαι. Κοιτάς ψηλά τον ουρανό παίρνεις θάρρος και δύναμη απ’ το Θεό ξανακοιτάς προκλητικά το χάρο που σε περιμένει με μοχθηρό χαμόγελο και κοφτερά δόντια και πας να ξαναπέσεις. Δύο στροφές και να!  πάλι ξεγλιστράς. Τον ‘καπάκωσες’ το θάνατο. Χορεύεις με τη ψυχή σου και ‘ματώνεις’ κάθε φορά που μια στροφή ενδέχεται να είναι και η τελευταία σου. Πάντα (ή σχεδόν πάντα) βγαίνεις δυνατότερος από την τρίλεπτη μάχη. Αρκεί να το λέει η περδικούλα σου. Η σχέση που έχεις αναπτύξει με τη μουσική είναι σχέση εξάρτησης, σχέση ζωής. Ακούς, τρελαίνεσαι και λες: «να πάρει η ευχή, να πάρει θέλω να ζήσω μόνο για να ακούω την πενιά. Και να νικήσω το χάρο».

Το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός της λεβεντιάς της ψυχής σου. Χορεύεται μοναχικά, γύρω από ένα ποτήρι κρασί για να κεράσεις τη νίκη σου, χορεύεις γύρω από τον εαυτό σου για να πάρεις τα πάνω σου. Δεν έχει να κάνει με χαζοεγωισμούς και μικρότητες που συναντάμε στα ψευτομαγκάκια. Έχει να κάνει με το αντριλίκι της ψυχής σου, με την παλικαριά σου, με την εσωτερική σου δύναμη. Με την αξιοπρέπεια σου.  Αυτό είναι το ζεϊμπέκικο για σένα ο χορός της λεβεντιάς σου μακριά από φύλα, δηλώσεις, εντυπωσιασμούς. Σεμνά και ταπεινά. Για την πάρτη σου και μόνο.

Η Ελλάδα χορεύει ζεϊμπέκικο με το χάρο κάμποσες δεκαετίες. Νόμιζε πως είναι μαγκίτισσα και θα τα βγάλει πέρα. Τώρα όσο φτάνει προς το τέλος της η μουσική, τόσο περισσότερο φανερώνεται ότι κάποιος θα την καταπιεί. ... Το θέμα δεν είναι αν τελικά θα την καταπιεί, αλλά τι μπορεί η ίδια να δώσει για να νικήσει.  Γενικώς και ειδικώς. Τι είναι αποφασισμένη να αλλάξει και τι δε θέλει να αλλάξει.  Και πόσοι από εμάς είμαστε διατεθειμένοι να προσπαθήσουμε για την αλλαγή. Σειρήνες κατάκτησης και αφανισμού υπήρχαν πάντα πάνω από την Ελλάδα. Λοιπόν, ό,τι κατέστρεψαν οι εμφύλιοι πόλεμοι της Ελλάδας, δεν το κατέστρεψαν οι ιμπεριαλιστικοί. Η διχόνοια, η κοινωνική συνοχή, ο κοινός στόχος δεν υπάρχουν πια.

Όπου σταθώ και όπου βρεθώ, αν μου κάνει κλικ μια πενιά ή ένας στίχος θα κάνω και μια στροφή. Έστω και αν δεν είναι για πάρτη μου... Μόνο που κοιτώντας στο νοητό μου κύκλο το χάρο στα μάτια μπερδεύομαι και δεν ξέρω τελικά ποιον βλέπω: τους άλλους ή τον εαυτό μου;

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

"Τα σύκα" της Τζίνας Δαβιλά, πηγή: www.protagon.gr

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Για την ποιότητα της κοινωνίας που ζούμε όλοι σας έχετε άποψη. Κάποιοι από εσάς δεν διστάζετε να την χαρακτηρίσετε γελοία. Όχι μόνο γιατί εν είδει αλλαξοκωλιάς παραγράφονται τα γεγενημένα τερατουργήματα, αλλά και γιατί στεκόμαστε στο τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του. Εν προκειμένω πολλοί ασχολούνται με το αν ο Κολοκοτρώνης ήταν γκέι ή όχι με αφορμή το πρόσφατο αφιέρωμα του skai στο 1821 και ό,τι διατύπωσε ο Πέτρος Τατσόπουλος που το παρουσιάζει.

Πρόσφατα έπεσε το μάτι μου σε παλαιότατο πρωτοσέλιδο της «Αυριανής», της οποίας το κλείσιμο είχε επικαλεστεί ο Μάνος Χατζιδάκις. Στην πραγματικότητα ο δικός μας Μάνος είχε πει να φτάσει ο έλληνας στην ωριμότητα να πάψει να αγοράζει την εφημερίδα (που ήταν φασιστική και επηρέαζε την τότε κυβέρνηση), ώστε να αναγκαστεί να κλείσει. Έγραφε λοιπόν η εφημερίδα τότε απαντώντας στο Μάνο: «Παρακαλείται ο κ Μάνος Χατζηδάκης να περάσει από την ‘Αυριανή’ για να πάρει ένα καλάθι … σύκα, που του αρέσουν πολύ». Τι να σχολιάσω από αυτή την κακεντρέχεια; Μένω μόνο στο γεγονός ότι δεν σεβάστηκαν ούτε καν την ιδιορρυθμία του Χατζιδάκι να γράφει το όνομά του με δύο γιώτα.

Αυτοί είμαστε. Όχι όλοι, αρκετοί όμως. Μια μάζα αδούλευτου χιούμορ, αποβράσματα του περίπου άνθρωποι, περίπου πίθηκοι, περίπου λαμόγια, περίπου εξυπνάκηδες. Η ‘εξυπνάδα’ και η αισθητική μας, είτε βρισκόμαστε στη θέση του κατηγορούμενου, είτε υπαινίσσεται κάποιος κάτι για μας, εισβάλλει στις κρεβατοκάμαρες και όπου αλλού ο καθείς διεκπεραιώνει το αρχέγονο ένστικτό του. Λες και θα μας πάει παρακάτω ή παραπίσω, το πού γαμήθηκε και πώς ο καθένας. Για να το πω και πιο αργκό, τι άρπαξε του καθενός ο κώλος. Τι με νοιάζει; Και γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει; Μήπως μέσω τοιαύτης συμπεριφοράς, επαναλαμβάνεται η άποψη ότι όποιος δεν έχει ζωή ασχολείται με τις ζωές των άλλων;

Πόσοι και πόσοι από τους ιδιόρρυθμους σεξουαλικά δεν μας έχουν πάει πολύ παρακάτω. Μας εξέλιξαν. Μας ταρακούνησαν. Καβάφης ο διαχρονικός – διαβάστε αν δεν έχτε υπ’ όψη σας το «όσο μπορείς» - ο Ρίτσος με τα αριστουργήματα της Τέταρτης Διάστασης, ο Κάρολος Κουν, ο μέγας του Θεάτρου, ο σοφός Τσαρούχης. Ο κατάλογος των διαπρεψάντων ομοφυλόφιλων είναι μακρύς και όποιος θέλει να τους ειρωνευτεί, να τους κατηγορήσει, να τους χλευάσει, να τους ποδοπατήσει για να νοιώσει ότι αποκτά υπόσταση η συμπλεγματική φύση του, που αλλού πατεί και αλλού βρίσκεται, ας έχει και το θάρρος να διαγράψει και ένα τεράστιο μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού.

Το με ποιους και πόσους πηδήχτηκε ο καθένας και η καθεμιά δεν αφορά κανένα μας. Ούτε και τα κρεβατώματα. Αυτό που μετράει είναι το έργο που αφήνει πίσω του. Όλα τα άλλα ξεχνιούνται. Τα ζύγια και οι μεζούρες χρησιμεύουν μόνο για να μετρήσουν το ίχνος της ύπαρξης. Ούτε για το μήκος του πέους, ούτε για το φάρδος του πωπού τους, ούτε για το βάρος των όρχεων. Αυτά.

"Η αλλαξοκωλιά" της Τζίνας Δαβιλά πηγή www.protagon.gr

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Ό,τι χαρακτηρίζει σήμερα την εποχή μας ή καλύτερα την κοινωνία μας: η αλλαξοκωλιά. Για να μην πω σε όλους τους τομείς, θα προτιμήσω τον πιο ελαφρύ χαρακτηρισμό: στους περισσότερους. Στον επαγγελματικό, στο «φιλικό», στον ερωτικό, στον κοινωνικό. Στον συγγενικό δεν το κάνω θέμα, διότι δεν πιστεύω καν στους συγγενείς, αλλά στους φίλους.

Η μέθοδος της αλλαξοκωλιάς ευνοεί τους μετριότατους και τους κακούς. Ό,τι υπήρξαμε τις τελευταίες δεκαετίες δηλαδή. Ο ένας στηρίζει τον άλλο για να μην πέσει γιατί τότε καταστρέφεται το ντόμινο. Και αν δεν καταστραφεί, τότε δε θα διευκολυνθεί η όποια προώθηση. Δε σας λέω κάτι καινούριο. Έτσι στηρίζονται χρόνια τώρα κάποια ΜΜΕ, κάποιων οι καρέκλες στις διευθύνσεις και στις προϊστάμενες αρχές, πολλών άλλων οι καρέκλες στα πολιτικά κόμματα, πολλοί εκπαιδευτικοί στα σχολεία, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Μου δίνεις, σου δίνω, όλοι σκαρφιζόμαστε κάτι δήθεν μαγκιόρικο, το μαγειρεύουμε παρέα και τσουπ: να’ μαστε στην επιφάνεια ως φελλοί. Επιπλέουμε. Ζούμε στην κοινωνία των φελλών, γιατί ζούμε στην κοινωνία της αλλαξοκωλιάς. Χαϊδεύουμε τα αυτιά εκείνων που έχουμε συμφέρον, εκείνοι με τη σειρά τους μας ‘προστατεύουν’ γιατί χρειάζονται κόλακες και αυλικούς και πάει λέγοντας. Ο ένας βάζει πλάτη εν γνώσει του στον άλλο, γιατί δεν μπορούμε την μοναξιά αφ΄ ενός και είναι δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες αφ΄ ετέρου.

Γεμίσαμε λαμόγια, όχι αλήτες. Οι αλήτες έχουν μια στάση ζωής, έχουν μια φιλοσοφία. Τα λαμόγια δεν έχουν. Είναι άδεια βαρέλια, κάνουν μόνο θόρυβο. Άκουγα τις προάλλες ένα δημοτικό αστυνόμο να διηγείται την ιστορία δυο δημοσίων υπαλλήλων οι οποίες κανόνιζαν ποιες ώρες θα λείψουν εναλλάξ από το γραφείο για να ψωνίσουν από τη λαϊκή αγορά Και στο τέλος, λέει τσακώθηκαν γιατί η πρώτη που την «έκανε» από το πόστο της, άργησε μια ώρα παραπάνω από την συμφωνηθείσα ώρα. Αυτή είναι η ελαφριά εκδοχή της αλλαξοκωλιάς. Ακολουθεί η κοινωνική-«φιλική»: χαμόγελα, στησίματα, φιλοφρονήσεις. Έπεται η ερωτική, εδώ θα γράψω επί ταύτης κάτι, το κρατώ για τη στήλη του σεξ. Η βαριά μορφή αλλαξοκωλιάς έχει να κάνει με παραγραφές αδικημάτων, κλοπών, γενοκτονιών κλπ.

Ε, λοιπόν, όσο συντηρούμε αυτή τη χυδαιότητα, τίποτα δεν θα αλλάξει. Δε λέω να μετατραπούμε όλοι σε Αρτέμης Μάτσας του ελληνικού κινηματογράφου - θυμάστε ο κατάπτυστος προδότης- αλλά το να παραδεχτούμε τι μας καθορίζει τόσα χρόνια ως πολίτες, είναι μια καλή αρχή. Και χρειάζεται να λέμε μεγάλα «όχι». Όχι στο βόλεμα, όχι στην κοροϊδία, όχι στην ψευτιά, όχι στην υποκρισία, όχι στην άρνηση να δούμε τον ίδιο μας τον εαυτό έτσι όπως πραγματικά είναι. (σημ: κάποιοι έχουν επιδοθεί στην καταγραφή αρνητικών απόψεων για τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου. Γιατί άραγε; Μήπως επειδή δεν αντέχουν να βλέπουν στοιχεία του εαυτού τους;)

Χρειαζόμαστε το «σκάπτειν ένδον» που λέει και ο «πολύτιμος» δεν έχει σημασία ποιος προς το παρόν. Τι γουστάρουμε και τι δεν γουστάρουμε. Και εννοώ απόλυτα την έννοια του λήμματος: ‘‘γουστάρω’’ θα πει, θέλω, ποθώ κάτι διακαώς. Αυτό το διακαώς, λοιπόν, απαιτεί και το «σκάπτειν ένδον», εσωτερικώς και αμειλίκτως. Σας θυμίζω τον Νίτσε: «Η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία».