Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Σαράντα δύο και κάτι λεπτά" της Τζίνας Δαβιλά πηγή: www.protagon.gr


Ένα ψέμα. Δεν θέλει πολύ το ένα να γίνει πολλά. Ένας ολόκληρος κόσμος είναι βουτηγμένος στο ψέμα. «Υπάρχω μόνο μεταμφιεσμένος» λέει ο Πεσσόα. Μόνο μεταμφιεσμένος. Για τους άλλους; Όχι βρε. Ποιος ασχολείται με τους άλλους; Για τον ίδιο μου τον εαυτό. Στον εαυτό μου λέω ψέματα. Για σένα, για μένα, για αυτό που θέλω και δεν θέλω να το θέλω. Για ό,τι δεν θέλω, αλλά θέλω να με τυραννά. Για όλα αυτά που σου λέω ψιθυριστά για να μην τ’ ακούσω εγώ. Ή στα λέω φωναχτά για να μου τρυπήσουν τα αυτιά και με ξυπνήσουν από το μικρό μου βρώμικο μυστικό. Αυτό που είναι τυλιγμένο με το πέπλο της αγνότητας . «Το μεγαλύτερο απ’ όλα τα ψέματα του σύγχρονου κόσμου είναι το ψέμα της αγνότητας και του μικρού βρώμικου μυστικού». Ό,τι μπορεί να με τυραννά και να μην το χω καταλάβει. Ή να μην θέλω να το δω.
Σαράντα-δύο και κάτι λεπτά. Μου χρωστάει ο χρόνος. Ό,τι κράτησα εγκλωβισμένο, κατσουφιασμένο, θολό με εκδικείται. Σαράντα-δύο και κάτι λεπτά. Τα χνάρια του χρόνου που του χρωστώ τα πάντα, τη διάσταση που αγαπάω και δεν φοβήθηκα ποτέ, που μ’έφτιαξε, με χάλασε, με κανάκεψε, με παραμύθιασε, με ταρακούνησε, με ξύπνησε και με σημάδεψε δια βίου, αυτά τα χνάρια κάνουν θόρυβο. «Έλα, μου λένε, πέρασαν τα λεπτά. Εσύ εκεί. Ακόμα εκεί;».
Ακατάλληλο τοπίο και τελεσίγραφο; Το γύρω μου ή το μέσα μου; Κουνήσου λοιπόν. Κατακαλόκαιρο και εσύ  πάντα μέσα στη χειμωνιά με τα αντίγραφα που λέει και ο Μάνος. Δικό μου; Δικό σου; Γύρω-γύρω τα ψέματα στολίδια φωτεινά και λουστραρισμένα. Με τη συνείδηση στο φουλ, την αυτοσυνείδηση να σου χτυπά διακριτικά την πόρτα να ψάχνεις να βρεις τα κλειδιά να της ανοίξεις, να είναι χαμένα, να κάνεις απέλπιδες προσπάθειες να  τα βρίσκεις και να χάσκουν τα συναισθήματα από την ένδειά σου που νόμισες πως τα χεις βολέψει όλα μια χαρά. ‘Βολέψει’. Ύβρις η λέξη από μόνη της. Προδοσία. Σε μένα . Για ό,τι πίστεψα πως έχω αξιωθεί και ό,τι διαπιστώνω πως ξεπούλησα. Νόμιζα πως νοιαζόμουν για μένα και πως έχω κατακτήσει, η ανόητη, την ελευθερία μου, για να μου κουνήσει η συνείδησή αντιπαθητικά το δάχτυλο και να με ξεγυμνώσει: «παπάρια επίθεση έκανες στα ψέματα που σε δένουν και σε περιγελούν», μου λέει. Μου’ ρχεται να δαγκώσω όχι το δάχτυλο, το χέρι ολόκληρο.
Σαράντα – δύο και κάτι λεπτά. Ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού στο ασταμάτητο του Χρόνου. Πόσα λεπτά χαμένα, πόσα αδίκως σπαταλημένα, πόσα αδίκως εκτιμημένα, αδίκως δακρυσμένα, δικαίως τυραννισμένα και σφηνωμένα στο μυαλό μου. Δικαίως ή αδίκως βασάνισαν την ψυχή μου. Και πού να πάρει η ευχή τα αγαπάω, όλα, ένα προς ένα τα σαράντα-δύο χρόνια και κάτι λεπτά, ούτε καν δηλαδή στο συν, στο παρά κάτι είναι. Είναι δικά μου με τα λάθη μου, τους φόβους μου, τις ανασφάλειές μου, τις ανόητες φοβίες μου,  τους ανεπίδοτους και ανολοκλήρωτους έρωτές μου, τις μορφές, ψυχές, συμπεριφορές που αγάπησα, καταχώνιασα και λυπήθηκα για τις σελίδες που έσκισα. Ναι έσκισα όχι ό,τι μισώ – δεν υπάρχει κάτι να μισώ- σκίζω ό,τι αδιαφορώ, δεν υπάρχει, δεν το βλέπω πια. Ώρες-ώρες όμως θυμάμαι. Μέσα στο μικρό μου βρώμικο μυστικό που πηγαινοέρχεται από το ψέμα στην αλήθεια και δεν καταφέρνει πάντα να ανασάνει ελεύθερα, στα σαράντα δύο χρόνια παρά κάτι λεπτά, άγγελοι με δαιμόνιο πρόσωπο και δαίμονες με αγγελικό με μπέρδεψαν. Και ακόμα με μπερδεύουν. Τίποτα δεν έμαθα. Δεν βαριέσαι. Ας είμαι μια χούφτα λάθη. Η τελειότητα με τρομάζει.  

Υγ: γιατί τα γράφω αυτά; Για το «ξεκόλλα» που άκουσα στο τηλέφωνο χθες βράδυ και αυτό που έστειλε για να μου ευχηθεί ο Αλέκος με τη φράση: «Αχ! τι θα γίνει ετούτο το παιδί...Χρόνια του-σου πολλά».

Γιώργος Αρκουλής: "Ο κόσμος του βιβλίου είναι βρώμικος" της Τζίνας Δαβιλά από το www.protagon.gr



 









Άσχετη με τα αθλητικά πράγματα, ο Γιώργος Αρκουλής με πήρε από το χέρι και με οδήγησε με μαεστρία στο να γεννηθεί μέσα μου η ανάγκη να μάθω την αθλητική ιστορία του τόπου μου. Επιπλέον μου είπε νέτα σκέτα: «Με υποδέχεσαι* με Shostakovich αλλά έχε υπόψη σου ότι τα τελευταία 30-35 χρόνια αυτοί που γράφουν εκπληκτική μουσική είναι οι.. γράφεις; ΓΡΑΦΕ: Nino Rota, Ennio Morricone, Χατζιδάκις , Θεοδωράκης και τελευταία διάδοχος όλων αυτών η Ελένη Καραϊνδρου. Αγαπώ τη μεσογειακή μουσική, γιατί μόνο οι μεσόγειοι μπορούν να γράψουν ελεύθερη μουσική».
Γεννημένος στον Πειραιά και μαθημένος να λέει τα πράγματα ορθά κοφτά και άμεσα μου λέει: «Με αποκαλείς δημοσιογράφο και αθλητικό συντάκτη. Λοιπόν, τα τελευταία δέκα χρόνια δεν είμαι τίποτα απ’αυτά. Προσπαθώ μόνο να αρθρογραφώ εκεί που γουστάρω και να γίνω συγγραφέας. Έχω στο παρελθόν μου ήδη οκτώ βιβλία,  πέντε δικά μου και τρεις βιογραφίες. Από τις βιογραφίες η μία έσκισε, έγινε best seller. Επειδή, όμως, τα media είναι κομπλεξικά, δεν άφησαν να αναπνεύσει. Αναφέρομαι στο «Ραντεβού στο αέρα» του αφορά στην βιογραφία του Μίμη Παπαϊωάννου από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» που ξεπέρασε τα 50.000 αντίτυπα και το έγραψα μέσα σε τρεις εβδομάδες».

Και πού είναι αυτό το βιβλίο; Έκλεισαν και τα «Ελληνικά Γράμματα.

«Και μου χρωστούν και 15.000 ευρώ απ’τα πνευματικά δικαιώματα. Στην Ελλάδα όσο καλά και να γράφεις και όσα βιβλία και να βγάλεις, ούτε πλούσιος θα γίνεις και δεν θα προωθηθούν όλα τα βιβλία, γιατί δεν τ’αφήνει το σύστημα. Πχ το αθλητικό βιβλίο: δεν θα το δεις πουθενά. Γίνονται εκθέσεις, εκδηλώσεις και δεν ακούγεται καμία λέξη για αυτό. Έχω γράψει 4 βιβλία αθλητικής ιστορίας ποδοσφαίρου, που είναι ιστορία,  όχι χαρτοκοπτική δηλαδή φωτογραφίες, στατιστικά στοιχεία κλπ. Αυτά τα βιβλία δεν υποστηρίχτηκαν από κανένα. Το να γράψει κάποιος ένα ρομάντζο είναι εξαιρετικά εύκολο. Το να γράψεις, όμως, ιστορία και το τι έκανε η Χούντα την περίοδο του wembley εις βάρος του Παναθηναϊκού και της ιστορίας του, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δεν πλουτίζει κανείς από τα ρομάντζα που γράφουν κάποιοι. Παλιά πλούτισαν και κάποιοι που έγραψαν αδελφίστικα και ήταν πολύ καλοί.
Αυτό που προσπαθώ είναι να δω τα αθλητικά βιβλία να στέκονται στην προθήκη ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου. Τα αθλητικά βιβλία λοιπόν τα θάβουν- όχι μόνο τα δικά μου αλλά και του Χαραλαμπόπουλου ή του Ελευθεράτου. Ακόμα και του βιβλία του Χρήστου Σωτηρακόπουλο θα τα βρεις στα ημιυπόγεια με ετικέτα art &hobby. Δεν βάζουν καν την ετικέτα ‘αθλητικό βιβλίο’».

«Τριάντα χρόνια επαγγελματικό ποδόσφαιρο» εκδόσεις ΤΟΠΟΣ. Αν είχαμε διαβάσει το συγκεκριμένο, θα ήμασταν προετοιμασμένοι για την φούσκα που έσκασε;

«Από το Δεκέμβρη του 2009 που κυκλοφόρησε αυτό το βιβλιαράκι, δείχνω στο εξώφυλλο όλα τα «κεφάλια» του ποδοσφαίρου με πρώτο διδάξαντα τον  Μελλισανίδη που με τα χρήματα του Κοσκωτά ανεβάσανε τον «Ιωνικό» τότε. Και βέβαια φωτογραφίζω, ποιοι πάνε για να κάνουν το χόμπυ τους, ποιοι δίνουν μια ελιά για να πάρουν ένα βαρέλι λάδι και ποιοι στο βάθος ασκούν την «λειτουργία του πλυντηρίου». Βέβαια αυτό το βιβλίο χάθηκε, η ΕΠΟ δεν πήρε ούτε ένα γιατί τους χάλαγα το προϊόν,  ο πρόεδρος του ΟΠΑΠ δεν πήρε ένα κομμάτι, τσαντίζομαι όμως όταν κάποιοι το αγνοούν σκόπιμα. Είναι ένα βιβλίο που περιγράφει στοιχεία του ποδοσφαίρου, έναν χώρο που ήταν για χρόνια άβατο».

Το οικοδόμημα του ποδοσφαίρου έγινε παράγκα. Μετά από αυτό, θα υπάρξουν νέοι φίλαθλοι; 

«Δεν νομίζω γιατί ήδη οι νέοι φίλαθλοι που υπονοείς, ψάχνουν να βρουν καινούρια παιχνίδια.. Τους έχουν κάνει σαν τα μούτρα τους. Ψάχνουν δηλαδή κάτι φρουτάκια και κάτι κινήσεις ανόητες που κάνει ο ΟΠΑΠ γιατί έχει χάσει όλα του τα κέρδη. Και λογικό είναι να είναι όλα πεσμένα, δεν πάει ο άλλος για να παίξει «ΣΤΟΙΧΗΜΑ» για να τα φάει ο Χ παράγοντας».

Πού είναι ο Ψωμιάδης;

«Εκεί που ήταν πάντα. Παρών-απών. Γιατί να μπει μέσα; Πρέπει να έχει και ισχυρούς φίλους. Όμως, ο Μάκης Ψωμιάδης μπορεί να είναι αρχιγκάνκστερ ή νονός, όμως δεν προκάλεσε, ήταν πάντα πίσω από την κουρτίνα. Ο έτερος όμως  Καππαδόκης, ονόματι Αχιλλέας Μπέος ήταν ο τύπος του «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω». Ε, αυτός θα την πληρώσει. Και θα την πληρώσει, όχι γιατί θέλουν οι εδώ «φίλοι» του, οι άσπονδοι αν θες, να τον τιμωρήσουν. Θα την πληρώσει γιατί είναι στη μέση η Interpol. Η ιστορία είναι πολύ παλιά  με το παιχνίδι «Πανιώνιος – Δυναμό Τυφλίδας» που από κει ξεκίνησαν όλα. Το σίγουρο είναι ότι ενέχονται περισσότεροι από οχτακόσιοι στη διαπλοκή, έγιναν ογδόντα  – πούντοι άραγε και αυτοί;-  και στο τέλος τρεις θα πάνε φυλακή.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου είναι τόσο βρώμικος, όσο ο κόσμος της νύχτας και των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Ποιος εκδότης σήμερα πληρώνει; Μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι για να τυπώσουν το βιβλιαράκι του Χ συγγραφέα θέλουν μπροστά τα χρήματα. Η αγαπητή μας η Αναστασία  Λαμπρία των «εκδόσεων Ποταμός», αξιοπρεπέστατος οίκος, ξεκίνησε με την προοπτική να εκδώσει 30 βιβλία το χρόνο και τελικά εκδίδει πολύ λιγότερα. Έχουν παγώσει όλα. Ζούμε σένα ατελείωτο μπάχαλο- δεν μου αρέσει και καθόλου η λέξη. Τα ζόρια είναι για τις γενιές των 20 και 30 χρόνων».

Τι θυμάστε από την αθλητική δημοσιογραφία;

«Ήμουν στο συγκρότημα του Λαμπράκη από 1969 μέχρι τις 2-2-2002 έζησα μόνο καλά. Υπήρξε εξαιρετικός εργοδότης. Ό,τι είχα να δώσω στην αθλητική δημοσιογραφία το έδωσα.
Το πρόβλημα μου ήταν μετά, όταν συνταξιοδοτήθηκα και είπα να κάνω μερικά βιβλιαράκια.  Το 2004 βγήκε το «Μεταξύ τιμής και ντροπής». Έβαλα στο εξώφυλλο την είσοδο του Παναθηναϊκού στο wembley και από κάτω τον πλαγιότιτλο: «Μια προσέγγιση στην ιστορία του wembley». Αυτό το βιβλίο ήταν καταπέλτης σε βάρος της Χούντας και της παρέας του Ασλανίδη οι οποίοι το ’71 βλέποντας την ‘επανάσταση’ όπως έλεγαν αυτοί, να χάνει πόντους και να εκνευρίζει ακόμα και τους αμερικάνους και τους ευρωπαίους, κατέληξαν να ‘ακουμπήσουν’ κάπου για να ανεβάσουν το προφίλ τους, Αυτό το ‘κάπου’ ήταν ο Παναθηναϊκός. Περιγράφω, λοιπόν όσα έζησα εκεί. Δεν τα έβαλα με την ομάδα του Παναθηναϊκού, γιατί τα παιδιά υποτίθεται δεν είχαν ιδέα για το πώς αγοράστηκε ο τάδε διαιτητής, τι κινήσεις έγιναν και τα ρέστα. Έπεσαν να με φάνε. Είχα αγοράσει ένα καλό αυτοκίνητο με το εφάπαξ και μου το έκαψαν το ίδιο βράδυ που βγήκε το βιβλίο. Επί μια εβδομάδα με έβριζαν στις εφημερίδες. Αυτό που με πείραξε, όμως, περισσότερο ήταν το γεγονός ότι καμιά εικοσαριά παλαιοί συνάδελφοι με τους οποίους τα ζήσαμε παρέα, κρύφτηκαν. Όλοι οι παλιοί του αθλητικού ρεπορτάζ από Διακογιάννη και Παπαζήση κρύφτηκαν. Βέβαια μπορεί τότε να έπαθα ζημιά, όμως μου έμεινε το βιβλίο. Τα γραπτά μένουν και όποιος θελήσει να μάθει την ιστορία και τι έγινε τότε, εκεί θα καταλήξει. Και εν τέλει πέρυσι με δικαίωσε η χήρα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, η Δέσποινα Παπαδοπούλου που είπε «ναι αγοράσαμε το κρίσιμο παιχνίδι με τον Αστέρα στην Λεωφόρου . Μου ζήτησαν τότε να μου πάρουν συνέντευξη, αρνήθηκα και είπα μόνο ότι λυπάμαι που έγραψα μόνο τα μισά. Τελείωσα εγώ με την αθλητική ιστορία. Και σε μια πρόσφατη διάκρισή μου τόνισα στους παριστάμενους: το θέμα δεν είναι να γράφεις καλά, αλλά να γράφεις καθαρά. Αυτό είναι το ζητούμενο που προσπάθησα να τηρήσω. Δεν μ’ένδιαφέρει να είμαι αναγνωρίσιμος. Γράφω για τον εαυτό μου».

Τα επόμενα βιβλία του Γιώργου Αρκουλή, ποια θεματολογία θα έχουν;

«Προσπαθώ να μπω στην λογοτεχνία και αν φάω τα μούτρα μου, δεν θα με πειράξει. Ο επόμενος λοιπόν ήρωας μου, θα είναι μυθοπλασία και θα ακουμπήσει τη ζωή ενός ποδοσφαιριστή που γεννήθηκε το 1924 και ταλαιπωρήθηκε πολύ. Θα είναι πολύ αναγνωρίσιμο πρόσωπο για τους γνώστες. Επειδή, όμως, είχε και κάποια αρνητικά στοιχεία δεν θα αποκαλύψω το όνομά του, αλλά η φωτογράφηση του θα είναι πλήρης. Σαν την ιστορία του ρεμπέτικου που ακουμπά τη Μαρίκα Νίνου, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά. Ήταν ψυχούλα . Η ιστορία θα καταλήξει με το δήμαρχο του τόπου που του κάνει εκδήλωση δίνοντας σε δρόμο το όνομά του.».

Οι τοπικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, εμφυσούν στα παιδιά τις αξίες της ομαδικότητας;

«Είναι μια μικρογραφία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, δεν υπάρχουν σύλλογοι. Δεν υπάρχει πρόγραμμα δεν υπάρχει υποδομή, δεν υπάρχουν ΕΠΟ, δεν υπάρχει τίποτα . Και αν ξεχωρίζει ένας μικρός σύλλογος και ανεβαίνει κατηγορίες, είναι επειδή έχει μεράκι ο πρόεδρος και βάζει χρήματα. Όλα τ’άλλα είναι παραμύθια. Στο λεκανοπέδιο είναι απελπιστική η κατάσταση. Πού είναι επίσης ο Απόλλων Καλαμαριάς που ήταν η κυψέλη του ποδοσφαίρου στην Βόρεια Ελλάδα; Δεν υπάρχουν λοιπόν σύλλογοι γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι να βάλουν χρήματα αποφασισμένοι και να τα χάσουν, αν χρειαστεί. Το κράτος δεν δίνει ούτε για το γάλα των παιδιών, η δε ΕΠΟ που είναι ουσιαστικά η μητέρα όλων, κοιτάζει να κάνει τα δικά της «παιχνίδια».

Πώς θα έρθει η εξυγίανση;

«Με δουλεύεις; Ποια εξυγίανση; Ας βάλουμε ιώδιο».

Θυμήθηκα το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ταξιδεύοντας Αγγλία». Εκεί ο συγγραφέας είχε αναφερθεί στο σχολείο του Ήτον όπου ανέθρεφε την εγγλέζικη αριστοκρατία. Παντού σε αίθουσες και αμφιθέατρα, υπήρχαν επιγραφές με ελληνικούς χαρακτήρες που αποτύπωναν ελληνικά αποφθέγματα: «Μηδέν άγαν», «Γνώθι σαυτόν» και «τα ρέστα» που λέει και ο Γιώργος Αρκουλής. Και πάντα, για να μιλήσουν για την αξία της ομαδικότητας και της συμμετοχής  στο ποδοσφαιρικό παιχνίδι, αντιστοίχιζαν στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες. Πόση ειρωνεία μαζεμένη σ’έναν τόπο.

* Η ραδιοφωνική συζήτηση μεταδόθηκε από τον «Παλμό 99.5» στις 16-7-2011.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η Μαυρούλα", της Τζίνας Δαβιλά (www.protagon.gr)

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Δεν είχαμε πολύ καιρό μαζί. Λιγότερο από δύο μήνες. Ήταν περίπου 4 μηνών, αυτό τουλάχιστον καταλάβαινα από τα δοντάκια της που είχαν πέσει και με τις ελάχιστες γνώσεις που διαθέτω. Η Μαυρούλα έπαιζε πολύ καλά με τον Πλούτο μου, ήταν φρόνιμη, κούρνιαζε όπου έβρισκε χορτάρια. Τη μέρα που κατευθυνόμουν προς την πορεία των «Αγανακτισμένων» προτού φωτογραφίσω τους πολλούς, φωτογράφισα την «Μία» έξω από το σπίτι μου. Με κοιτούσε στα μάτια, όπως κοιτούν όλα τα σκυλιά. Βαθιά και θλιμμένα. Μόλις έφτανα στο σπίτι της σφύριζα. Ξεπεταγόταν με ένα λυγερό, σικάτο, στραβό ελαφρύ τρεχαλητό προς το μέρος μου (πώς τα κατάφερνε; Περπατούσε μπρος ερχόμενη με το πλάι) , κατευθυνόταν στην είσοδο και βουτούσε όλη την κεφάλα της μέσα στο νερό της. Πνιγόταν στην αρχή, έβηχε μετά και έπινε νερό λιγότερο ατσούμπαλα.

Μεγάλη τεμπέλα η Μαυρούλα μου. Πλάτς έκανε και απλωνόταν κάτω, έτρωγε ξαπλωμένη, έπινε νερό ξαπλωμένη, μόλις την πλησίαζα κουνούσε τη μακριά ουρά της ασταμάτητα. Μόνο εκεί δεν ήταν τεμπέλα. Ξαπλωμένη πάντα, αλλά περίμενε χάδια και έκανε χαρές.

Έχω να την δω δυο μέρες. Τελευταία φορά την είδα την Παρασκευή το απόγευμα κατά τις 9. Ακούγοντας το αυτοκίνητο ήρθε με κείνο το στραβό και λυγερό της τρεχαλητό για να μου μιλήσει. Την αγκάλιασα, την χάιδεψα, την τάισα. Την άλλη μέρα εξαφανίστηκε . Δηλαδή την εξαφάνισαν. Κάποιος ‘μάγκας’ την φόρτωσε κάπου και την πήγε δεν ξέρω πού. Αν ήξερα, θα την έφερνα πίσω.  Έψαξα σε γύρω περιοχές μήπως και τη συναντήσω κάπου, έκανα βόλτες πάνω κάτω στη γειτονιά μήπως και μου παίζει η πιτσιρίκα κρυφτό, τίποτα. Ακόμα και ανάμεσα σε 100 ίδια σκυλιά να την δω, θα την αναγνωρίσω. Θυμάμαι ακόμα πού ακριβώς είχε στο σώμα της τις ελάχιστες άσπρες τρίχες. Θυμάμαι ακόμα και το πλάτος των πατουσών της και το μήκος των νυχιών της. Ακόμα και κείνο το σημαδάκι πάνω από το αριστερό της μάτι. Θα την αναγνωρίσω όπου και αν τη δω. Είναι το δικό μου «τριαντάφυλλο» που φρόντισα, όχι όσο έπρεπε τελικά, για να αναπτυχθεί. Θυμάστε τον «Μικρό Πρίγκπια» έτσι δεν είναι;

Σήμερα ήθελα να της κάνω τα πρώτα της εμβόλια. Δεν γινόταν να την έχω στο σπίτι ανεμβολίαστη και είχε κολλήσει κατά το παιχνίδι τους και τον Πλούτο μύκητες. Βλακεία μου. Θα πρόφταινα την ηλιθιότητα των ανθρωποφάγων. Την ‘φόρτωσαν’ και την απομάκρυναν. Γιατί; Επειδή δεν ήθελαν. Τι; Προφανώς η Μαυρούλα τους ανέπνεε το οξυγόνο, τους χαλούσε τα ξερόχορτα του οικοπέδου, έπαιζε με τα πεταμένα παπούτσια που έβρισκε στα σκουπίδια. Ποτέ κανείς δεν λέει τι ακριβώς τον ενοχλεί όταν δεν υποχρεώνεται να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη. Και όταν η βλακεία δεν πληρώνεται.

Διάβαζα προχθές στο βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη «Μια σταγόνα Ιστορία» την τραγελαφική ιστορία που αφορά «Στο δικαστήριο των ζώων» (μέρος δεύτερο, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ). Οι άνθρωποι λέει ο συγγραφέας μέχρι και την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης όπου σταμάτησε αυτή η παλαβωμάρα, ενοχοποιούσαν, δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο τα ζωντανά για διάφορες πράξεις τους. Μάλιστα λέει κατά τις απολογίες τους, αν δεν απαντούσαν τα ζώα ως κατηγορούμενοι, τα βασάνιζαν μέχρι να τα θανατώσουν.  Και ολοκληρώνει ο Δημήτρης Καμπουράκης με τον παρακάτω επίλογο: «Αλήθεια, αν υπήρχε ένα δικαστήριο ζώων, πόσους ανθρώπους και με ποιες κατηγορίες θα καλούσε ενώπιόν του;».

Όσο μεγαλώνω με πιάνει θλίψη. Πρώτον γιατί συναντώ την ανθρώπινη μετριότητα και μικροψυχία πολύ συχνά. Και δεύτερο γιατί όσο οι άνθρωποι του πλανήτη δεν συμφιλιωθούν με τα τετράποδα, δεν θα γίνουν ποτέ αληθινοί άνθρωποι.
Αυτό για την Μαυρούλα μου περιμένοντας να κοπιάσει.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

" Η καψούρα" της Τζίνας Δαβιλά, www.protagon.gr

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Ξέρεις τι είναι η καψούρα.. Αυτή που σε στέλνει αδιάβαστο. Σαν να σου ’ρχεται ο ουρανός στο κεφάλι. Ακροβατείς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, που λέγαμε στην εφηβεία μας.

Δεν θέλω να καψουρευτώ σου λέω. Το χω ζήσει και έχω γίνει κομμάτια. Προσπαθούσα να μαζέψω την ψυχή μου, έφευγε το μυαλό μου. Έκανα να μαζέψω το μυαλό μου, λάκιζε η ψυχή. Και το κορμί μονίμως σε εγρήγορση. Πότε; Πού; Τι ώρα σου λέω; Πού είσαι; Πότε ξανά;

Ζόρικα μονοπάτια αυτά. Υπέροχα και σκοτεινά. Φωτεινά και βίαια. Όπως το καράβι που φεύγει για τον ωκεανό με ορμή και καταμεσής του Ειρηνικού βλέπει τους καρχαρίες να το γυροφέρνουν και να το χτυπούν για να το αναποδογυρίσουν. Αυτό είναι η καψούρα. Αίμα στην άσφαλτο είναι. Κόψιμο με λεπίδι. Λες να μην είναι γλυκό το κόψιμο; Πάντα είναι γλυκό και πάντα στάζει μέλι η μαχαιριά. Αλλά την αιμορραγία, ποιος την αντέχει; Ποιος αντέχει να ξαναπεράσει από τα υπόγεια τέτοιου έρωτα; Εσύ; Μάλλον δεν έχεις ερωτευτεί παθιασμένα για να ξέρεις τα επικίνδυνα. Μάλλον δεν έχεις κλάψει οδηγώντας και ακούγοντας καψουροτράγουδα έξω από το γνωστό σου ρεπερτόριο. Μάλλον δεν έχεις δικαιολογήσει όλα τα σκυλοτράγουδα που έχουν ακουστεί στα ραδιόφωνα, δεν έχεις ξαγρυπνήσει με το κορμί σου να καίγεται για 15 λεπτά ηδονής κοιτώντας στη μοναξιά σου δυο μάτια που σε κάνουν να κορυφώνεις μόνο με το βλέμμα τους. Δεν έχεις τρέξει με την ψυχή σου ασταμάτητα σε πολύχρωμους χαρταετούς που δεν είχαν σωστά βαρίδια και σε προσγείωσαν απότομα για να διαλυθείς.

Έχεις παρακαλέσει να βρέχει και να περπατάς για να ξεπλένεις το πρόσωπο σου από το ξενύχτι και τα δάκρυα; Έχεις ακούσει τριάντα φορές στη σειρά τον Τερζή να παρακαλάει τη βροχή για να τον παραμυθιάσει; Έχεις γύρει σε μια πολυθρόνα και σ’ έχει πάρει ο ύπνος φορώντας το παλτό σου; Έχεις γονατίσει για ένα ξένο αμάρτημα; Έχεις ψάξει να βρεις δικαιολογία για να συγχωρήσεις, να μην βρίσκεις και να σέρνεσαι; Έχεις καρφώσει τα μάτια πάνω σ’ ένα κινητό; Έχεις χαθεί στις διαδρομές μέσα σου και έξω σου; Έχεις κοιτάξει τον εαυτό σου στον καθρέφτη και αναρωτήθηκες πότε βάθυναν ξαφνικά τα μάτια σου; Ε, πες μου! Έχεις; Έχεις νοιώσει την καψούρα στο αίμα σου; Εγκλωβίστηκες στα δίχτυα της; Κλείστηκες εκεί μέσα οικειοθελώς για να βρεις τον εαυτό σου, τις αντοχές σου , τα όριά σου; Έκλεισες το στόμα καταπίνοντας τις λέξεις γιατί δεν μπορούσε κανείς να τις ακούσει; Αν δεν το’χεις ζήσει, έχεις χάσει. Αλήθεια σου λέω, έχεις χάσει. Και εγώ έτσι ερωτεύομαι. Με καψούρα. Απ’ αυτήν που καίει άγρια, αλλά δε σε σκοτώνει. Ή τουλάχιστον δεν είναι στις προθέσεις της. Ο χωρισμός είναι μια μικρή κηδεία. Κάθε χωρισμός, αν καψουρευτείς είναι μια μικρή κηδεία. Έτσι έχω μάθει. Την αντέχεις;

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

"Περίμενοντας τον Μούτση"της Τζίνας Δαβιλά-www.protagon.gr

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Και κει που όλοι είναι στο πιτς φυτίλι για καυγά, έρχεται ένα τραγούδι και σε ταρακουνά. Ένα τραγούδι είναι όλη μου η ζωή. Στη χαρά, στη λύπη, στην αμηχανία, στο θυμό, στα γέλια. Η «Ερηνούλα» με τη μουσική του σπουδαίου Δήμου Μούτση, η τόσο διαχρονική «Ερηνούλα». Μια ειρήνη όλη μου η ζωή, η ειρήνη μέσα μου, έξω μου, πάντα δυσκολοκατάκτητη. Ένα όνειρο που μιλά τη γλώσσα της αλήθειας. Ένας κύκλος η ζωή χωρισμένος στα δύο. Ένας κύκλος που ακροβατεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, ανάμεσα στον τρελό χορό και το μπήξιμο των ποδιών στη γη. Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Κάθε θάνατος είναι και αρχή μιας άλλης ζωής. Έτσι δεν είναι και οι χωρισμοί; Κάθε τέλος μια αρχή. Χορεύοντας και τραγουδώντας στη ζωή για τη ζωή. Παρέα μ’ένα όνειρο πολύχρωμο, πολυμελωδικό, κινητικό και ελεύθερο. Έτσι όπως γεννιέται η ψυχή και χάνεται στα χρόνια.  Το τραγούδι του απελπισμένου μου έρωτα που με αρπάζει, με χορεύει, με πετά ψηλά και με προσγειώνει στην πεζή μοναχική μου καθημερινότητα. Ένα όνειρο που θυμίζει τα θέλω μου, τις ελπίδες μου, τις αγάπες μου, τους πόθους,  τις εξαρτήσεις μου και τις αλήθειες μου, που με κοιτούν στα μάτια και δεν μπορώ να αντικρύσω το βλέμμα τους. Εκεί που λέω σ’έχω, σε χάνω. Ένα όνειρο που με φέρνει αντιμέτωπη με τον άλλο μου εαυτό. Τον άλλο που φοβάμαι να αντικρύσω, εκείνον που θα με κοιτάξει στα μάτια και θα μου χαμογελάσει με κατανόηση. «Εϊ, εσύ! Ακόμα να με βρεις; Μη βιάζεσαι! Έχεις μέλλον …».  Τον άτιμο εαυτό μου. Με δουλεύει ψιλό γαζί. Με αναστατώνει, κάτι θέλει να μου πει, αλλά το πάει λάου-λάου. Για τη ζωή μου την κουτσουρεμένη από μικρό παιδί, που παίζει στα ζάρια το δικαίωμα στη χαρά. Σαν τη θλιμμένη μου φυσαρμόνικα, που μου έκαναν δώρο πιτσιρίκα και όταν την ακούω πια, ανατριχιάζω.

«Σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά». Μια ζωή σε ενέχυρο, στα δανεικά. Δανεικός αέρας, ακριβοπληρωμένη ζωή, άφραγκη πραγματικότητα. Πάντα προφητικός ο Δήμος Μούτσης. Έπη τα τραγούδια του. Δεν έχουν διδαχή τα λόγια του, έχουν νόημα, ουσία, είναι ένα εσωτερικό καμπανάκι που χτυπά, τόσο διακριτικά και τόσο εκκωφαντικά. Σαν τους λίγους, καλούς και μοιραίους. Πού να τους βρεις εύκολα; Και αν τους βρεις σου φεύγουν σαν αστραπή. Και αυτοί στο πιτς φυτίλι. Προτού τους αγκαλιάσεις, τους μυρίσεις, τους αφουγκραστείς,. Αυτοί οι καλοί και μοιραίοι έχουν κάτι σπουδαίο να σου πουν, με δυο λόγια μόνο, όχι παραπάνω. Μιλώντας με αλήθειες που δύσκολα ειπώνονται και πληρώνονται κάπως ακριβά.

Ο αγαπημένος μας Δήμος Μούτσης τα τελευταία χρόνια έχει οικειοθελώς απομακρυνθεί από τα φώτα. Μας άφησε παρακαταθήκη και φυλαχτό τα τραγούδια του. Η σιωπή του, όμως, δεν θα διαρκέσει για πολύ. Ο συνθέτης Δήμος  Μούτσης δεσμεύτηκε να ανακοινώσει τα επικείμενα σχέδιά του μιλώντας πρώτα στον «Παλμό 99.5» και στο protagon.gr. «Ήρεμα και απλά» όπως ταιριάζει στις μορφές αυτού του τόπου, τις σπάνιες και αυθεντικές. Πάντα με το χέρι στην καρδιά.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Ο τόπος μου: οι άνθρωποί του" της Τζίνας Δαβιλά (www.protagon.gr)

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Τόποι. Τι θα πει τόποι; Για μένα δεν υπάρχουν τόποι. Υπάρχουν άνθρωποι. Αγαπημένοι, λατρεμένοι, αδιάφοροι, ιδιόρρυθμοι, παράξενοι, υπέροχοι. Έχω την τσιγγανιά μέσα μου, σου λέω. Θέλω να πηγαίνω παντού να γνωρίζω ανθρώπους και να έχω τη δυνατότητα να φεύγω και να επιστρέφω, όταν διψάσει η ψυχή μου. Αυτό θέλω, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Να βλέπω τους ανθρώπους που έχω αγαπήσει σε κάθε τόπο, πώς μεγαλώνουν, πώς γελούν, πώς επιθυμούν, πώς κλαίνε. Αυτό είναι για μένα ο τόπος. Ένα κράμα μνήμης και συναισθήματος. Άψυχοι οι τόποι χωρίς ανθρώπους. Κατάμονοι. Σαν τα καμένα δέντρα. Σαν τα μισογκρεμισμένα σπίτια που έζησαν δόξες και κανείς πια δεν ασχολείται μαζί τους. Ενώ οι άνθρωποι… Ό,τι σπουδαιότερο και ακριβότερο ταυτόχρονα. Δικοί μου ή όχι.
Όταν ξαναπερνώ από ένα τόπο, θυμάμαι. Ο τόπος είναι σύμβολο ανθρώπου. Το κέντρο της Αθήνας, η Αθηνάς, η Βορέου, η Καλαμίδα, η Πολυκλείτου, η Βλαχάβας, η Σταδίου, η Ερμού… είναι το πρόσωπο του πατέρα μου. Η Τρίπολη είναι το πρόσωπο της μάνα μου. Το σπίτι στο Κάψια Αρκαδίας είναι η γιαγιά μου η Ελένη… Η σκάλα του πατρικού μου σπιτιού ήταν η γιαγιά μου η Καλλιόπη. Το Ναύπλιο  η αγαπημένη μου θεία –Μαρίνα. Από μικρό παιδάκι έχω απίθανες μνήμες. Όλες σε στροφές, γωνιές, δρόμους, δέντρα πάντα με φόντο τους ανθρώπους ή τη μυρωδιά τους. Κάθε πόλη είναι και μια πληγή για ό,τι έζησα και ίσως δεν μπορώ να ξαναζήσω, με πόνεσε και θέλω να ξορκίσω. Κάθε τόπος είναι και μια χαρά για ό,τι αγαπάω και προσδοκώ. Από τους ανθρώπους, όχι από τη φύση ή τις πλατείες του. 
Δεν έχω τόπο, είμαι του «όπου γης πατρίς». Δεν θέλω να έχω τόπο. Με πνίγει. Πώς να αγαπήσω έναν τόπο χωρίς τους ανθρώπους του; Γίνεται; Όχι λέω. «Είναι και αυτός ο Υδροχόος στον ωροσκόπο σου, τι περιμένεις» μου λέει η αγαπημένη μου Τούλα.. Ραδιόφωνο. Το αγαπάω γιατί αγαπάω τους ανθρώπους του. Το αλλού, το πέρα από τη λογική. Όπου το βρω, το κρατώ και είναι το μόνο που μπορεί αληθινά να με κρατήσει: αυτό το αλλού, το πέρα από τα σημεία. Από τα τετριμμένα και στερεοτυπικά.
Αγάπησα το σύμπαν περισσότερο, όταν πέθανε ο πατέρας μου. Ήθελα να τον τοποθετήσω κάπου εκεί ανάμεσα στα αστέρια, στο φως, στην ασημόσκονη που έβλεπα να λάμπει, στα σύννεφα που από μικρή παρατηρούσα να περπατούν ασταμάτητα. Ήταν η παρηγοριά μου. Ήταν εκεί ο μπαμπάς μου. Άρα, ένας ακόμα αγαπημένος τόπος. 
Δεν μου λείπει να μην έχω τόπο, μου λείπει όμως να μην έχω ανθρώπους. Αγαπάω την τσιγγανιά σου λέω. Θα μπορούσα να γυρνώ ισόβια σε όσο περισσότερα μέρη μπορούσα. Να γνωρίσω νέους ανθρώπους, άλλου χρώματος, φυλής, νοοτροπίας, φιλοσοφίας. Αν αγαπήσω τον τόπο, σημαίνει ότι αγάπησα τους ανθρώπους. Έχω κάτι να τους δώσω. Όχι να πάρω. Να δώσω, τι αξία έχει να παίρνω, αν δεν ξέρω να δίνω. Ας το δώσω και ας μην το πάρουν. Όμως να είμαι σε θέση να δώσω.
Είμαι του «Μικρού πρίγκιπα» παιδί, του Σαιντ Εξυπερύ εννοώ. Δεν αντέχω ούτε στον πιο μικρό, ούτε στον πιο μεγάλο πλανήτη. Στο μυαλό είναι όλα. Πνίγομαι. Με καθορίζει όμως ό,τι αγαπάω. Και «δύσκολα τελειώνω με ό,τι αγαπώ». Και αυτό δεν το διαπραγματεύομαι, με κανένα και για τίποτα.