Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 και σύμφωνα με τα αστρολογικά δεδομένα (?) επαληθεύοντας τα βέλη του Τοξότη στόχευσε στο να σηματοδοτήσει μια εποχή και μια γενιά ανθρώπων, της οποίας έγινε δάσκαλος. «Μου χουνε φύγει κάτι σκληρότητες και κάτι πείσματα και τώρα νομίζω ότι ακούω με περισσότερη προσοχή τον άλλο», μου απαντά, όταν του λέω ότι μεγαλώνει όμορφα και γλυκά. Χαρούμενος άνθρωπος, χαμογελαστό πρόσωπο και με παιδικότητα και παιχνιδιάρικο βλέμμα, ο Σαββόπουλος δε χρειάζεται συστάσεις. «Η τέχνη μας κάνει πιο ευαίσθητους, άρα και πιο ικανούς να ανεχθούμε ο ένας τον άλλο» ισχυρίζεται και θα έλεγα ότι ο ίδιος αποτελεί για την Τέχνη ένα σύγχρονο προφήτη που δεν επεδίωξε ούτε να εξαργυρώσει τα λεγόμενα του, ούτε να εντυπωσιάσει: απλώς να μιλήσει ‘‘με απευθείας σύνδεση’’.
Διονύσης Σαββόπουλος για το σήμερα: «Είμαστε σε μια φάση πολύ σκούρα και πολύ δύσκολη. Φαίνεται ότι ο Έλληνας είναι πολύ συναισθηματικός, τόσο συναισθηματικός που περιφρονεί ακόμα και τη λογική. Τη λογική χρησιμοποιεί όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, για να μην κάνει κάποιο λάθος, αλλά ακόμα και εκεί κατά βάθος την περιφρονεί. Μόνο με το συναίσθημα δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, αυτό το συναίσθημα εκμεταλλεύτηκαν οι πολιτικοί μας ηγέτες. Τι καλό θα έβγαινε από την ιστορία με τους πολιτικούς που έτρεφαν τις ελπίδες των πολιτών ότι θα διορίσουν τα παιδιά τους για να τους ψηφίσουν και θα δανειστούν λεφτά από την Ευρώπη…Εκείνη η στιγμή εγκυμονούσε τεράστια προβλήματα. Ή όταν οι πνευματικοί άνθρωποι και οι συγγραφείς κολάκευαν και λαΐκιζαν λέγοντας στον Έλληνα ότι είναι ο πρώτος μάγκας και επαναστάτης και τάχα ελεύθερος με σκοπό να του πουλήσουν ό,τι είχε ο καθένας? Τι καλό θα μπορούσε να βγει απ’ όλο αυτό? Όχι, λοιπόν, η κατάληξη δε θα είναι καθόλου καλή και δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι… »
Η ελπίδα του και πρότασή του για τον Καλλικράτη : «Με βάση την εμπειρία μου που έχω μάθει να μιλάω με τα τραγούδια μου στις κοινότητες των Ελλήνων, η ελπίδα μας δε είναι ούτε στο ΔΝΤ, ούτε κάπου αλλού. Αν έχω μια ελπίδα μέσα σ’αυτή τη μαυρίλα που σκεπάζει τη χώρα και αποτελεί ένα μικρό φως στο σκοτάδι είναι οι ερχόμενες εκλογές, ο λεγόμενος ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ. Σκέπτομαι ότι αν η ελληνική κοινωνία θέλει πραγματικά την αλλαγή και αν υπάρχουν ακόμα παρέες, δίπλα στις λίστες των κομμάτων, ας δούμε επιτέλους λίστες ανεξαρτήτων ανθρώπων. Αν υπάρχουν αυτές οι παρέες και αν πραγματικά οι κοινωνίες θέλουν κάτι να αλλάξουν, τότε μπορούν να πάρουν υψηλό ποσοστό, να πάρουν το Δήμο, μπορεί να πάρουν και την Περιφέρεια. Αυτήν την ελπίδα έχω και απευθύνομαι σε ανθρώπους που είναι κάπως νέοι, που θα έχουν την ευθύνη του μέλλοντός τους, και όχι από κείνους που είναι για το μουσείο, όπως είμαι εγώ. Σε μια γωνιά της Ελλάδας να φυσήξει αέρας θα απλωθεί ε όλη τη χώρα.. Οι μεγάλοι εν προκειμένω μπορούν ίσως να δώσουν μόνο συμπαράσταση».
Χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν αυτοί οι άνθρωποι : «Να έχουν κατανοήσει γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και να έχουν συνδυάσει το συναίσθημα - που είναι ωραίο πράγμα και χαρακτηρίζει τον Έλληνα - με την υπευθυνότητα και μια φωτεινή λογική που να βοηθήσει να βγούμε από το αδιέξοδο. Η λογική να μην υπάρχει μόνο όταν θέλουμε να κάνουμε την κομπίνα…[…] Είδα μια παράσταση μαθητών που με αποζημίωσε. Τα παιδιά έπαιξαν τους «Αχαρνής» μου συνδυάζοντας πάθος, τρέλα και συναίσθημα με την υπευθυνότητα και την εργατικότητα, επιδεικνύοντας μια φωτεινή λογική. Ναι αυτό που έκαναν τα παιδιά πρέπει να κάνουμε σε άλλου τομείς οι Έλληνες, στην Πολιτική στην παιδεία, στα πανεπιστήμια που έχουν πιάσει πάτο. Μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας είναι αυτός που γνωρίζουμε όλοι, ο καθένας να βολευτεί, να τη βγάλει καθαρή. Έτσι φτάσαμε εκεί που φτάσαμε και βεβαίως το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης το ‘έχουν οι πολιτικοί, οι πνευματικοί, οι καθηγητάδες και δεν ξέρω και γω ποιοι άλλοι. Δεν είμαστε όμως τόσο αθώοι και αφελείς, την κάναμε και μείς τη δουλίτσα μας λίγο-λίγο . Να, δεν είδα κανένα συνδικαλιστή να απεργεί επειδή δεν χωράνε άλλοι στο Δημόσιο, μόνιμα έλεγαν ‘βάλτε και άλλους’. Από πού να παρθούν αυτά τα λεφτά? Δεν υπήρχαν ουσιαστικά, ήταν δανεικά.»
Η Αριστερά και ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Μα ποια Αριστερά και ποια Δεξιά? Αυτές οι ταμπέλες δε βοηθούν σε τίποτα. Υπάρχουν δεξιοί που είναι πολύ προοδευτικοί άνθρωποι και αριστεροί που είναι πάρα πολύ συντηρητικοί. Βρήκε την ώρα τώρα να διασπαστεί και η Αριστερά. Προσωπικά δε χάνω την ελπίδα μου για την αριστερά, είναι μια δύναμις μέσα στο Έθνος μας, ψάχνεται αλλά είναι πολύ μικρή η πίστη μου στην Αριστερά. Περισσότερο οι ελπίδες μου είναι σε ανθρώπους που στάθηκαν ανεξάρτητοι, είναι τα καλά παιδιά ενός τόπου, ο τοπογράφος, μηχανικός, ο δάσκαλος. Από αυτούς περιμένω να γίνει κάτι. Αν τώρα δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, αν δεν έχουν όρεξη, αν είναι κουρασμένοι και αν η κοινωνία λέει ότι θέλει την αλλαγή, αλλά προτιμά τους επαγγελματίες της πολιτικής, τότε τι να πω, νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος πια να υπάρχει και Ελλάδα. Τα πράγματα είναι κρίσιμα. Ή θα πρέπει να βρούμε ένα θεσμικό τρόπο να αλλάξουμε τα πράγματα ή να βάλουμε φωτιά... Λυπάμαι που σας λέω τόσο στενόχωρα πράγματα, αλλά δε νομίζω ότι φεύγουν από το μυαλό του καθενός οποιαδήποτε μέρα. Να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας, δεν υπάρχει άλλη λύση».
Θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στον τόπο του, αν δεν υπήρχε η λογοκρισία και οι περιπέτειές του επί χούντας?: «Όχι, διότι η λογοκρισία και τα εμπόδια με πείσμωσαν και έβαλα περισσότερη ένταση. Άμα έχεις να πεις κάτι, δεν μπορεί να σε σταματήσει κανένας. Εδώ τον Ντοστογιέφσκι το λογόκρινε ο ίδιος τσάρος και τα κατάφερε και δεν θα τα καταφέρναμε εμείς με τους ηλίθιους λογοκριτές της χούντας, τους αγράμματους?»
Τι τον έχει μάθει η ζωή: «Να κάνω υπομονή και να μη βιάζομαι να κρίνω τον άλλο. Αυτή η ορμή που έχουμε στη νεότητά μας να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα, δεν είναι πάντα καλό πράγμα. Αλλά βέβαια, δε θέλω ως ώριμος άνδρας τώρα πια να αρχίσω να κατηγορώ αυτό ο παιδί που υπήρξα μέσα μου . Πάντα στη ζωή μου υπήρξα ειλικρινής, έλεγα την αλήθεια. Κάθε 4 με 5 χρόνια αλλάζω, ξέρετε, στη ζωή μου και έχω πάντα δίκιο, γιατί μιλάω με ειλικρίνεια.»
Πώς ορίζει την ειλικρίνεια? : «Η ειλικρίνεια είναι το άνοιγμα ψυχής και όχι μια πληροφορία που μας δίνουνε.» Γιατί αξίζει κάποιος να παλέψει στη ζωή του?: «Για να επιβιώσει είναι αρκετά σοβαρός λόγος. Από κει και πέρα για να πραγματοποιήσει τον εαυτό του σε όσο γίνεται πιο ώριμο επίπεδο. Πρώτα λοιπόν για να επιβιώσει και έπειτα για να κάνει ωραία πράγματα. Για να αγαπήσει» .
Για το Μάνο Χατζιδάκι: « Από το Χατζιδάκι ξεκινήσαμε όλοι μας. Ήταν ο πρώτος που είπε κάτι παραπέρα από αισθηματολογίες. Ας πούμε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής μας μουσικής, το ρεμπέτικό, είχε λογοκριθεί και από τη Δεξιά και από την Αριστερά και από το Μεταξά και το Ζαχαριάδη, ο οποίος το 1937-38 έλεγε ‘‘όταν βρίσκετε ρεμπετάδικο σπάστε το!’’ γιατί το θεωρούσαν παρακμή, υπόκοσμο. Το ίδιο έκανε και ο Μεταξάς διέταζε να συλλαμβάνονται εκείνοι που έπαιζαν μπουζούκι το 1936. Το ρεμπέτικο κατηγορείτο και από σημαντικούς λογίους, όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το 1917. Το λαϊκό και ρεμπέτικο δεν είχε διανοουμένους να το υπερασπιστούν, τα κατάφερνε μόνο του. Ο πρώτος διανοούμενος που το υποστήριξε δημόσια ήταν το 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις. Από κει ξεκίνησε η αναγέννηση του λαϊκού τραγουδιού και ακολούθησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, οι επίγονοί του ανάμεσα στους οποίους τοποθετούμαι και εγώ και θα εξακολουθήσουν θαυμάσια παιδιά που ανάμεσα τους είναι ο Φοίβος Δεληβοριάς , ο Ορφέας Περίδης, ο Σωκράτης Μάλαμας. Για πάρα πολλές δεκαετίες το ελληνικό τραγούδι βάδισε από κορυφή σε κορυφή και από κατάκτηση σε κατάκτηση. Τώρα τα πράγματα στη μουσική δεν πάνε και σπουδαία, όπως όλη η Ελλάδα δηλαδή. Πάντως ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ένας άνθρωπός που πραγματικά μας λείπει. Τι θα’ λέγε τώρα σκέπτομαι.»
Οι σχέσεις του 21ου αιώνα: "Στη σχέση αν ακολουθήσεις το δρόμο της καρδιάς σου πηγαίνεις καλά. Θα χρειαστεί όμως να δώσεις και να αναλάβεις με υπευθυνότητα και κάποια ευθύνη για να δώσει η σχέση ένα έργο. Αν περιοριστεί μόνο στις επιθυμίες… γίνεται λίγο φτηνιάρικη. Πρέπει να βλέπουμε ο ένας τον άλλο με το μάτι της καρδιάς".
Ευχή: «Καθώς τελειώνει η σχολική χρονιά εύχομαι στους εκείνους που αποφοιτούν και έδωσαν εξετάσεις αν μην ξεχάσει ποτέ ο ένας το πρόσωπο του διπλανού του. Σε όλους όμως ανεξαιρέτως θα ήθελα να ευχηθώ καλοκαίρι για πάντα»