Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

«Η μάνα της διπλανής πόρτας» της Τζίνας Δαβιλά

Για την Δέσποινα

Δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω παρέα μαζί της. Έχει τσιριχτή φωνή και δεν αντέχω τους ήχους, κυρίως αν μου τρυπούν τα αυτιά. Κάθε φορά που επιστρέφω στο σπίτι μου, κάνω προσπάθειες να περάσω στην αρκετά μεγάλη είσοδό του για να κατευθυνθώ στην κύρια. Ο λόγος είναι ότι η γειτόνισσά μου παρκάρει το αυτοκίνητό της καβαλώντας στην κλίση του εδάφους και καλύπτοντας με το φιατάκι της σχεδόν όλη την είσοδο– διαστάσεων ενός παρκινγκ αυτοκινήτου. Όταν μάλιστα μπαινοβγαίνω από την είσοδο πια της πολυκατοικίας μας, σχεδόν κάθε φορά μουρμουρίζω, γιατί η κεντρική πόρτα είναι μονίμως ανοιχτή. Είτε στο μπες, είτε στο βγες, η γειτόνισσα μου την αφήνει ανοιχτή. Επικαλείται ότι κρατάει το παιδί στην αγκαλιά, αλλά είναι πολλές οι φόρες που δεν κρατά ούτε καν την τσάντα της εξακολουθώντας να αφήνει την πόρτα της εισόδου ανοιχτή. Όταν, όμως, έρχεται το βράδυ την κλειδαμπαρώνει και αν μπορούσε θα έβαζε και ντουλάπα από πίσω, όπως κάνουν σε κάτι ελληνικές ταινίες οι γιαγιάδες που φοβούνται την σκιά τους. «Είναι επικίνδυνο», μου λέει «να μένει ανοιχτή. Να μπει κάνεις τη νύχτα να μας κλέψει?» Κουνώ το κεφάλι μου πέρα δώθε όταν το ακούω, διότι έχουμε τη χαρά (?) να μένουμε σε μια περιοχή που ο δήμαρχος έχει ξεχάσει, οι κολώνες της ΔΕΗ δεν έχουν φως και υπάρχει μετά από τις 6 το απόγευμα τέτοια ερημιά που σε αγριεύει. Τι να της πω? Το έχω κάνει δηλαδή, αλλά… Αν θέλει κάποιος να κλέψει, μπορεί μπαίνοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας-δύο διαμερίσματα είναι όλα και όλα- που είναι συνήθως ανοιχτή, να κρυφτεί στην πάνω πλευρά της σκάλας που οδηγεί στην ταράτσα και να κατέβει σαν κύριος τη στιγμή που ανοίγει η πόρτα το πρωί, αιφνιδιάζοντας τον όποιο μισονυσταγμένο που ξεκινά για τη δουλειά του!

 Συνεχίζοντας: δε θα μπορούσα να κάνω παρέα μαζί της διότι δεν μπορώ να ανεχτώ και τα λαϊκοτράγουδα που βάζει στη διαπασών κάποιες μέρες μέσα στην εβδομάδα από τις 9 το πρωί. Τέρμα, ο Τερλέγκας, ο Κιάμος, η Βανδή, η Θεοδωρίδου και ένας Θεός ξέρει ποιος άλλος. Α, τις Δευτέρες, επειδή έχει προμηθευτεί τα λαϊκά από τις ενισχυμένες εκδόσεις εφημερίδων, το ρεπερτόριο πιάνει από την παλιά καλή Ρίτα μέχρι το Μητροπάνο και Τσιτσάνη.

Κι όμως: τη γειτόνισσά μου, τη γυναίκα της διπλανής πόρτας, τη γυναίκα που δε θα μπορούσα να κάνω παρέα μαζί της, την εκτιμώ πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που μπορώ να κάνω παρέα μαζί της, έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, συνεννοούμαστε με τα μάτια και ακούμε την ίδια μουσική. Ακόμα και από κείνη που σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο που σκέφτεται και η αφεντιά μου. Και ξέρετε γιατί? Διότι, αυτή η γυναίκα παραδίνει καθημερινά μαθήματα μητρότητας σε όλες εμάς που γίναμε μάνες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι «διάβασε, μην το παρακάνεις στον υπολογιστή, πρόσεχε με ποιους συναναστρέφεσαι» και όλα αυτά τα καθημερινά και συχνά.

Η γυναίκα αυτή είναι μητέρα παιδιού, όχι απλώς με ειδικές ανάγκες. Είναι μητέρα ενός 7χρόνου αγοριού, του Νικόλα, που μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να αρθρώσει μια κουβέντα, ο εγκέφαλός του δεν δίνει καμιά εντολή στα μέλη του σώματός του και αναγκάζεται να τον κουβαλά αγκαλιά, στα χέρια. Ούτε καν το κεφαλάκι του δεν μπορεί να κρατήσει σε ισορροπία. Πέφτει κάθε φορά που το παίρνει η Δέσποινα από το καθισματάκι του στο αυτοκίνητο και γέρνει όπου τύχει, στην προσπάθεια της να το κρατήσει αγκαλιά για την επόμενη μεταφορά. Και όταν πριν από λίγα χρόνια πήγε το Νικόλα στο ΠΑΙΔΩΝ, η νοσοκόμα που την έβλεπε να παιδεύεται εκεί μέρες περιμένοντας τις απαντήσεις των εξετάσεων και τις γνωματεύεις των ειδικών, της πέταξε στα μούτρα: «Αφού είναι τελειωμένη υπόθεση το παιδί σου, τι περιμένεις? Βαλτό σ’ ένα ίδρυμα να ζήσεις και συ!» για να πάρει την αποστομωτική απάντηση της Δέσποινας: «Αν εσύ μπορείς να πετάξεις στο ίδρυμα το παιδί σου, κάντο. Εγώ, όσο έχω τα μάτια ανοιχτά, θα τον έχω βασιλιά. Τίποτα δε θα του λείψει». Αυτό απάντησε η Δέσποινα που είναι σχεδόν αναιμική και με κοίλη - μου το είπε όταν αγκομαχώντας ανέβαζε στις σκάλες το παιδί και δυο τσάντες από το σούπερ μάρκετ και δεν καταδέχτηκε να τη βοηθήσω. «Έχω συνηθίσει», μου είπε, «το ’χω πάρει απόφαση. Το μόνο που με απασχολεί είναι να μην μου τον πετάξουν σε κανένα ίδρυμα, όταν κλείσω τα μάτια. Δε θέλω να μου τον πετάξουν. Παρακαλώ κάθε μέρα τον Πανορμίτη να μου τον κάνει καλά. Δε θέλω να κακοπεράσει».

Η Δέσποινα δε δουλεύει, δε διασκεδάζει, δεν έχει χρόνο για προσωπική καλοπέραση, αλλά διαθέτει μεγάλη και σπάνια ψυχή! Δεν την έχω ακούσει ποτέ να λογοφέρει με την έφηβη κόρη της, ούτε και με τον άντρα της. Έχουν ένα τεράστιο θέμα, ισόβιο, στο σπίτι τους και διατηρούν γαλήνη παροιμιώδη! Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, που δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω παρέα μαζί της, είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος που βάζει τα γυαλιά σε όλες τις μανάδες του κόσμου. Γιατί η αληθινή μάνα δεν βαρυγκωμά, δεν παραπονιέται, παλεύει ακούραστα, προσεύχεται αδιαλείπτως, είναι γενναιόδωρη και δίνει, όταν χρειάζεται, στις ‘λύσεις της εγωπάθειας ή της μικροψυχίας των μορφωμένων και καλλιεργημένων’ και τις πιο εύστοχες απαντήσεις. Και αξίζει, όχι μόνο να της δικαιολογήσω το όποιο ατόπημα, την όποια αμέλεια ή χαζομάρα, αλλά και να της ζητήσω ταπεινά να με συγχωρέσει για τα μουρμουρίσματά μου, ευχαριστώντας την θερμά για τα μαθήματα ανθρωπιάς που μου δίνει καθημερινά.

ΥΓ: Η αυριανή εκπομπή είναι αφιερωμένη αποκλειστικά και για συγκεκριμένο λόγο στη Δέσποινα και στο μικρό Νικόλα. www.palmos-fm.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αφήστε το σχόλιό σας