Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

" Εκατό χρόνια μετά" της Τζίνας Δαβιλά (πηγή: www.protagon.gr)

Εκατό χρόνια μετά


Μια φορά και ένα καιρό πριν από 100 περίπου χρόνια σε αυτή τη χώρα που ζούμε, οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήταν ευτυχισμένοι. Είχαν σπίτια, εξοχικά, αυτοκίνητα, χρήματα, και αν ακόμα δεν είχαν χρήματα, είχαν βρει κάτι μεγάλες εταιρείες που τις έλεγαν Τράπεζες και τους έδιναν. Τους έδιναν χρήματα για τις διακοπές τους, για τα δώρα τους, για τις γιορτές των Χριστουγέννων, για να αγοράζουν ρούχα και πολλά άλλα πράγματα που ήθελαν να τους περιτριγυρίζουν για να νοιώθουν όμορφα. Οι περισσότεροι έφτιαχναν, έφτιαχναν, άλλοτε με δικά τους χρήματα που κέρδιζαν από τη δουλειά τους- τίμια ή μη- και άλλοτε με τα χρήματα που τους έδιναν οι καλές μεγάλες εταιρείες. Ταυτόχρονα, είχαν ξεχάσει να ακούν τα πουλιά, να μυρίζουν τα λουλούδια, να χαϊδεύουν τα μαλλιά των αγαπημένων τους, να ακούν τις μοναχικές τους στιγμές τη μουσική που αγαπούσαν, να παρατηρούν τη φύση: τη θάλασσα, τα δέντρα, τα ζωντανά που κυκλοφορούσαν. Δηλαδή και αυτά τα τελευταία δεν πολυκυκλοφορούσαν γιατί οι συνθήκες ζωής ήταν εξαιρετικά δυσβάσταχτες για αυτά, μιας και τα δέντρα είχαν καεί, οι θάλασσες είχαν μολυνθεί και ο ουρανός ήταν γκρίζος και μύριζε μπαρούτη, άλλοτε από τις φωτιές και κάτι τεράστια κτήρια που τα έλεγαν εργοστάσια και άλλοτε από κάτι απροσδιόριστο που ερχόταν…Αυτό το απροσδιόριστο, κάποιοι το ένοιωθαν, αλλά δεν το πολυπρόσεχαν… Είχαν πολλές δουλειές…

 Αρκετά χρόνια ζούσαν με αυτό τον τρόπο, ώσπου κάποια στιγμή λίγο, λίγο, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν… Κάποιοι που ένοιωθαν από καιρό τις δονήσεις μιλούσαν για δύσκολα χρόνια, αλλά και πάλι οι περισσότεροι συνέχιζαν χωρίς να ακούν…Τα αυτοκίνητα όλο και πλήθαιναν, μεγάλα τεράστια αυτοκίνητα που τα χρησιμοποιούσαν για μικρές αποστάσεις. «Για ψύλλου πήδημα» έλεγαν τότε. Για το φούρνο, για το μπακάλικο, για το σχολειό… όλοι μετακινούνταν με αυτοκίνητο. Κάποιος τότε έφερε για πρώτη φορά τη λέξη «οικολογία» Στην αρχή δεν της έδιναν σημασία, μετά έγινε σύνθημα των κουλτουριάρηδων, στη συνέχεια αποτέλεσε συνειδητοποιημένη θέση και στο τέλος έγινε ανάγκη, τεράστια ανάγκη. Η κυρά-Τίνα μια λεπτή, συμπαθητική κοπελίτσα είχε ιδέες πολλές και καλές. Χρησιμοποιούσε τα πόδια της για να μετακινηθεί σε κοντινές αποστάσεις, ενώ ο μπάρμπα-Γιώργης ένα άλλος καλός άνθρωπος χρησιμοποιούσε συχνά το ποδήλατό του. Μια φορά μάλιστα γκρεμοτσακίστηκε, αλλά δεν το’ βαλε κάτω… Συνέχισε.. Η κυρά-Τίνα από την πλευρά της μέχρι και αυτοκίνητο που θα είναι οικολογικό είχε προτείνει στους ανθρώπους εκείνου του μεγάλου χωριού που λεγόταν Ελλάδα, όπου ζούμε και μείς σήμερα. Το οικολογικό αυτοκινητάκι ήταν ένα λίγο ακριβό, αλλά θα χρησιμοποιούσε για καύσιμο τον ήλιο, τον φωτεινό, και δε θα λέρωνε άλλο τον ουρανό! Οι άνθρωποι όμως δεν είχαν χρόνο για τέτοιες σκέψεις. Συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τα άλλα, εκείνα που ήθελαν τη βενζίνη. Και δώστου το αυτοκίνητο για μεταφορές «ψύλλου πήδημα».

Επειδή ταυτόχρονα κάποιοι πίστευαν ότι, αν κάψουν τα δέντρα και χτίσουν σπίτια με πισίνες, τζακούζι - δεν μπορώ να σας το περιγράψω, πάντως άρεσε πολύ στους ανθρώπους, είχε νερό που ξεκούραζε το σώμα και το γύμναζε νομίζω- , κήπους με ωραία δέντρα που θα κάνουν πάρτι ή δωμάτια που θα έχουν όμορφη θέα και θα κερδίζουν χρήματα από άλλους ανθρώπους, έκαιγαν τα δέντρα με εκπληκτική ταχύτητα. Δάση ολόκληρα μαζί με τα πουλιά, τα ζώα και μερικές φορές και τους ανθρώπους! Οι άνθρωποι καίγονταν από λάθος, αλλά το ξεπερνούσαν γρήγορα, ήταν τότε πολύ συχνή η φράση: «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά»! Τότε ήταν που υπήρχε και πολύ ζέστη!!! Αφόρητη ζέστη. Τα αυτοκίνητα, όμως, είχαν ένα σύστημα που λεγόταν ψυκτικός μηχανισμός! Όταν, λοιπόν, ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, το έβαζαν να δουλεύει και…τέρμα η ζέστη! Όλα δροσερά και σένια ( όπως έλεγαν τότε, όταν τους άρεσαν μια κατάσταση πολύ).

Μέχρι που μια μέρα η βενζίνη τελείωσε, τα αυτοκίνητα έπαψαν να προχωρούν, όσα είχαν ακόμα λίγη βενζίνη δεν χρησιμοποιούσαν τον ψυκτικό μηχανισμό τα καλοκαίρια, γιατί τελείωνε γρηγορότερα, και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη! Οι χοντροί, από τα λίπη που είχαν καταναλώσει τρώγοντας αφειδώς όταν διασκέδαζαν, φύσαγαν και ξεφύσαγαν μέσα στο αυτοκίνητό τους, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, είχαν ξεχάσει να περπατούν και τα πόδια τους είχαν πάθει αγκύλωση. Οι πιο θαρραλέοι έβγαιναν στους δρόμους και έπεφταν κάτω σαν τα κοτόπουλα, γιατί οι τροφές που έτρωγαν ήταν γεμάτες ορμόνες και φάρμακα. Είχαν κακή υγεία και το χειρότερο, είχαν κακή διάθεση. Έβλεπαν μπροστά τους έναν κόσμο που δεν είχε πια λεφτά, γιατί οι καλοί τους φίλοι, οι τράπεζες- έπαψαν να τους δίνουν, δεν μπορούσαν να πάνε διακοπές γιατί δεν είχαν χρήματα, δεν είχαν τζακούζι, δεν είχαν φίλους να μιλήσουν, δεν είχαν συντρόφους να χαϊδέψουν και να τους χαϊδέψουν και άρχισαν ένας – ένας να πηγαίνει στη θάλασσα και να περπατά, να περπατά, να περπατά μέχρι που χανόταν…

Μόνο εκείνοι που κοίταξαν στα μάτια το διπλανό τους και του άπλωσαν το χέρι, ήταν εκείνοι που δεν χάθηκαν στη θάλασσα… Ήταν εκείνοι που για πρώτη φορά, είδαν το χρώμα των ματιών και διάβασαν τις σκιές του φόβου μέσα τους. Τους άγγιξαν, τους χάιδεψαν, τους φίλησαν και πήγαν χέρι-χέρι με τα πόδια να φτιάξουν ένα μικρό κήπο με ό,τι καρπό είχε απομείνει στη φύση. Α, και ξαναγάπησαν τα ζώα… Εκείνα που τους βοηθούσαν να κάνουν βόλτες, να κουβαλάνε πράγματα, να τους κάνουν παρέα… Έμαθαν να συνυπάρχουν με τα δέντρα, να τα αφουγκράζονται, να τους μιλούν…να τα νοιώθουν… Δηλαδή, άρχισαν να ζουν…όπως ζούμε εμείς σήμερα…Όνειρα γλυκά!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αφήστε το σχόλιό σας