Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Ένα παιδί, μικρό παιδί..." της Τζίνας Δαβιλά

"Έφυγε απ'το Αφγανιστάν,τις βόμβες να γλυτώσει...
και μετανάστευσε σε μας...με αγωνία τόση...
ένα δεκαπεντάχρονο,μικρό αθώο παιδί...
μες τα σκουπίδια έψαχνε..να βρει λίγη ζωή!!!.
Ψάχνοντας γιά ...πολύτιμα μήπως κάτι πουλήσει..
μιά ΒΟΜΒΑ το κορμάκι του τελείως θα διαμελίσει!!!!"
"ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ 15ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ "
της Ευαγγελίας Μαζαράκου
(Ευαγγελία, σ'ευχαριστώ θερμά για το εξάστιχο και την παραχώρηση!)

Ένα παιδί – σαν το δικό μας τον Αλέξανδρο- χτυπήθηκε από τους τρομοκράτες. Η ειρωνεία της τύχης επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά με τον μικρό Αφγανό που γλίτωσε από τις βόμβες του τόπου του και την έπαθε στην Ελλάδα από τον παραλογισμό του ακήρυχτου πολέμου- αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, ποιος θα διαφωνήσει?


‘‘Κάθε φτωχός και η τύχη του’’ έλεγε η γιαγιά μου… Η ιστορία μου θυμίζει τη δημοσιογράφο, που το 1999 με τους σεισμούς της Αθήνας, όταν της είπε η κρατική ραδιοφωνία στην οποία εργαζόταν ότι έπρεπε να καλύψει ρεπορτάζ στο εξωτερικό, καταχάρηκε, γιατί φοβόταν τους σεισμούς. ‘Έφυγε’ παρέα με τον πατέρα και υιό Κρανιδιώτη, έναν άλλο συνάδελφό της  σ’ εκείνη την τραγική πτήση…( ΤΡΑΓΩΔΙΑ Νεκροί: Κρανιδιώτης, ο γιός του κι άλλοι 4).
Άμα σου γράφει…


Άμα σου γράφει είπα και προσπαθώ εδώ και μέρες να δω κάπου το όνομα του ατυχούς 15χρόνου Αφγανού… Πουθενά! Την ίδια προσπάθεια θυμάμαι είχα κάνει και πριν από 1,5 χρόνο περίπου στην περίπτωση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου… ήταν για όλους ο Αλέξανδρος. Επώνυμο πουθενά! Ποιος πατέρας και ποια μάνα τον κλαίνε?, αναρωτιόμουν. Και τώρα… δεν υπάρχει ούτε μικρό όνομα. ΄Ένας από το σωρό, ένας από τα σκουπίδια σαν εκείνα τα σκουπίδια που έψαχνε το ταλαίπωρο για να μοιραστεί με τη μάνα και την αδελφή του. Σαν αυτά τα σκουπίδια που έχει γίνει η Ελλάδα. «Ένας μεγάλος σκουπιδοτενεκές είναι η Ελλάδα» είχε πει σε ρεπορτάζ του Παύλου Τσίμα πριν από μήνες ένας Κουρδιστανός- αν θυμάμαι καλά- από αυτούς που έχουν κάνει γκέτο στην Αθήνα και φοβάσαι να περπατήσεις… όταν επιχειρούν να πάνε στην Ευρώπη, σε όποια χώρα και αν βρεθούν, η ερώτηση των αρχών είναι : ‘‘Από πού έρχεσαι?-Από την Ελλάδα’’, απαντούν και τσουπ! πίσω πάλι στην Αθήνα!


Δεν τα έχω με τους αλλοδαπούς, ειλικρινά. Τους βλέπω καθημερινά να κοιτούν φοβισμένα- δουλεύουν και δίπλα από το σπίτι μου. Σιχαίνομαι τον οίκτο, μα την αλήθεια. Κι όμως, συχνά έτσι νοιώθω για αυτούς τους ανθρώπους… Τις προάλλες ήταν μια μεγάλη και καθιερωμένη αργία για τους Έλληνες. Προφανώς, κανείς δεν τους ενημέρωσε ότι δε θα δούλευαν. Ήρθαν οι κακόμοιροι ( γιατί σ’ αυτούς ταιριάζει το ‘κακόμοιροι’) πρωί-πρωί περίμεναν, περίμεναν, ξανά-περίμεναν, κανείς. «Φύγετε», τους φώναζα από το μπαλκόνι, «δεν έχει δουλειά σήμερα», δεν έφευγαν. Εκεί, σαν πιστά σκυλιά περίμεναν το αφεντικό για να τους δώσει το ΟΚ. Αν έχεις ανάγκη τη δουλειά, γίνεσαι και πιο προσεκτικός… Δε σε παίρνει για πολλές μαγκιές.


Ο Έλληνας στη θέση τους θα μούντζωνε, θα έβριζε και στο τέλος μπορεί και να άφησε σύξυλο το αφεντικό του. Δε θυμάμαι πού- πάνε χρόνια, νομίζω σε ρεπορτάζ του Σταύρου Θεοδωράκη- είχα διαβάσει για κάποιον Αλλοδαπό, οδηγό ταξί, που διηγείτο μια ιστορία από την καθημερινότητα του. Αναφερόμενος σε μια γυναίκα που είχε πάρει για μεταφορά, εκείνη άρχισε να τον βρίζει λέγοντας του ότι εκείνος και οι υπόλοιποι αλλοδαποί ευθύνονται που ο γιος της συγκεκριμένης γυναίκας ήταν 30άρης και άνεργος. Ξεσπάθωσε και ο αλλοδαπός και της απάντησε : «Δε φταίμε εμείς κυρία, ο γιος σου φταίει που είναι τεμπέλης. Όποιος θέλει να δουλέψει, δουλεύει»!


Τελεία και παύλα! Ο νεαρός Ιρακινός, υπάλληλος ταξί, τα’ πε όλα σε πέντε λέξεις: «Όποιος θέλει να δουλέψει, δουλεύει»!

Θυμάμαι από μικρό παιδάκι τον πατέρα μου να σηκώνεται στις 6:20 κάθε πρωί για να πάει στο μαγαζί μας, πρώτα στη Βορέου, μετά στην Καλαμίδας και μετά στην οδό Βλαχάβας – όλες κάθετοι οδοί της Αθηνάς. Κάθε μέρα πλην Κυριακής.
Είχε τελειώσει το νυχτερινό δημοτικό σχολείο του Περιστερίου, γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα και το πρωί δούλευε.

Θυμάμαι στην εφηβεία μου να δουλεύω τα καλοκαίρια στον πατέρα μου- το τρίμηνο των διακοπών δηλαδή και να σηκώνομαι στις 6 παρά κάθε πρωί . Κάναμε καθημερινά τη διαδρομή από το εξοχικό μας στη Λούτσα μέχρι την Κουμουνδούρου, που αφήναμε το αυτοκίνητο στο παρκινγκ, και μετά με τα πόδια ανεβαίναμε στην Ευριπίδου για να βγούμε στην Αθηνάς. Τις Τρίτες και τις Παρασκευές άκουγα τον μπαμπά μου να λέει της μαμάς ‘ας την αύριο να κοιμηθεί, θα κουραστεί όλη μέρα στο μαγαζί’’.


Η γενιά του πατέρα μου, η μεταπολεμική - το ’44 γεννημένος- δούλεψε, αγωνίστηκε, μόχθησε και δημιούργησε. Ναι, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Περισσότερα ή λιγότερα. Ένοιωσε και την πείνα και το φόβο και την αγωνία για την επιβίωση και βγήκε παλικάρι.


Η γενιά η δική μου ( έχω τη χαρά να ανήκω στη θρυλική του ‘60 ακροπατώντας) σπούδασε, ως επί το πλείστον, απέρριψε τις στρωμένες δουλειές των γονιών μας, εκτιμώντας τες ωστόσο (άλλωστε οι εργασία των γονιών μας, μάς σπούδασε), παράλληλα όμως δούλευε… Όπου μπορούσε και όπως μπορούσε ο καθένας μας.

Αντικρίζοντας όλο αυτό, ένας φόβος με θλίβει: μήπως τα δικά μας παιδιά, της φίρμας και της μόστρας, φοβηθούν να λερώσουν τα χέρια τους από τη δουλειά, να τσαλακώσουν την εικόνα τους, να ρίξουν λίγο τους τόνους της καλοπέρασης…

Και θα μου πείτε: ο αφγανός, οι μετανάστες, ο πατέρας σου, η νέα γενιά... Τι σχέση έχουν μεταξύ τους? Ήταν / είναι  όλοι τους ΑΝΘΡΩΠΟΙ!


Καλή Ανάσταση στην ανθρωπιά μας!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αφήστε το σχόλιό σας