http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57
Η Αρχόντισσα και ο κυρ-Τάκης,
της Τζίνας Δαβιλά
Είχε μια μηχανή τρίκυκλο. Το θυμάστε; Εκείνο που είχε μια ρόδα μπροστά, πορτούλες που άνοιγαν μ’ένα χερούλι που θύμιζε πόρτας και μια καρότσα βαμμένη γαλάζια με μεράκι, με τα κάγκελα σε γαλάζιο – λευκό. Κάποτε άλλαζε το λευκό και το έβαψε κίτρινο. Πάντοτε με τέτοια τέχνη δουλεμένη η μπογιά, που νόμιζες πως είχε βγεί από τον καλύτερο φούρνο βαφής της Αθήνας.
Η Αρχόντισσα και ο κυρ-Τάκης,
της Τζίνας Δαβιλά
Είχε μια μηχανή τρίκυκλο. Το θυμάστε; Εκείνο που είχε μια ρόδα μπροστά, πορτούλες που άνοιγαν μ’ένα χερούλι που θύμιζε πόρτας και μια καρότσα βαμμένη γαλάζια με μεράκι, με τα κάγκελα σε γαλάζιο – λευκό. Κάποτε άλλαζε το λευκό και το έβαψε κίτρινο. Πάντοτε με τέτοια τέχνη δουλεμένη η μπογιά, που νόμιζες πως είχε βγεί από τον καλύτερο φούρνο βαφής της Αθήνας.
Άραζε την μοναδική του μηχανή έξω
από το σπίτι μας στην Λούτσα. Στο τελείωμα του οικοπέδου, κολλητά στην μάντρα
και δίπλα από το τελευταίο δέντρο του κήπου μας. Την ροδιά. Πάντα εκεί, μόνο
εκεί. Ποτέ σε άλλο σημείο. Έβγαινε από την μηχανή με κινήσεις δεξιοτεχνικές,
μ’ένα τσιγάρο στο στόμα. Ήταν λεπτοκαμωμένος, μάλλον κοντός, με φωνή πολύ
βραχνή από το πολύ τσιγάρο. Απ’ό,τι θυμάμαι αυτό τον πέθανε κιόλας. Εκεί κοντά
στην αρχή της εφηβείας μου. Είχε προηγουμένως ταλαιπωρηθεί αρκετά. Εγχείρηση
όπου είχαν αφαιρεθεί οι φωνητικές χορδές και έβγαινε εκείνο το βραχνό, υπόκωφο
ψιθύρισμα από την τρύπα του στέρνου.
Ο κυρ-Τάκης, λοιπόν, μας φόρτωνε
όλους σχεδόν της γειτονιάς στην καρότσα της μηχανής και μας πήγαινε για μπάνιο
κάθε μέρα. Ανεξάρτητα από την προσέλευση των λουομένων, η προσφορά του ήταν
δεδομένη. Και αφιλοκερδής. Άλλοτε δέκα άτομα, άλλοτε είκοσι. Ο ένας
στριμωγμένος στον άλλο. Και παρέα οι τσάντες θαλάσσης, τα καπέλα, οι πολυθρόνες
οι σπαστές για την κυρα-Γεωργία που είχε την μέση της και δεν μπορούσε να
ξαπλώσει στην αμμουδιά. Στριμωχνόμουν, θυμάμαι, δίπλα στον παιδικό μου έρωτα.
Κάπως έτσι στριμωχνόμασταν όλοι. Άλλος με λόγο, άλλος χωρίς λόγο, λόγω
περιορισμένου χώρου. Ξεκινούσαμε, λοιπόν, κατά τις 11 το πρωί και επιστρέφαμε
στη μία ή στις δύο το μεσημέρι. Στην επιστροφή ο κυρ-Τάκης εκτελούσε και χρέη
διεκπεραιωτή φαγητού. Σταματούσε στον φούρνο για να πάρουμε ψωμί, πιο πέρα στο
μανάβικο γαι να πάρει η κάθε επιβάτης ό,τι χρειαζόταν για το σπίτι και στη
συνέχεια ρωτούσε: «Τελειώσαμε;» και γραμμή για το σπίτι. Δίπλα του στο
κουβούκλιο του τρίκυκλου καθόταν η γυναίκα του, η Ευδοκία. Μουρμούρα και
αθόρυβη, εν αντιθέσει με τον κυρ-Τάκη που ήταν γενναιόδωρος, μεγαλόψυχος και
διακριτικά θορυβώδης. Μην ρωτάς, πώς γίνεται. Γίνεται. Άμα γεννηθείς αστέρι και
μάγκας, γίνεται. Μιλούσε πάντα με δυο χαμογελαστές χαμηλόφωνες κουβέντες με
εκείνη την βραχνή φωνή και το τσιγάρο στο στόμα. Και άκουγε πάντα δυνατά Τσιτσάνη.
Όλο το ρεπερτόριο του Τσιτσάνη. Εκείνο το τρίκυκλο ήταν ένα κινητό τζουκ-μποξ.
Έπαιζε ασταμάτητα. Και δυνατά, τόσο, όσο να μην σε ενοχλεί για να τον
παρομοιάσεις με παλιατζή, όταν σουλατσάριζε το μοναδικό καλλιτέχνημα στους
δρόμους της Λούτσας. Έκλεινε μόνο την
νύχτα. Και ένοιωθα από μικρή πως κάτι έλειπε από το τραγούδι των τριζονιών και
την μυρωδιά απ΄το αγιόκλημα. Έλειπε η μουσική.
Από αυτόν γνώρισα όλα τα
τραγούδια του Τσιτσάνη. Όλα. Από τις εκτελέσεις της Γεωργακοπούλου και της
Νίνου μέχρι της Σωτηρίας Μπέλλου και του ίδιου. Και σήμερα τον θυμήθηκα γιατί
κάπου άκουσα την «Αρχόντισσα http://www.youtube.com/watch?v=KsXXLs80R8I&feature=related
» και τον νοστάλγησα. Και για ένα άλλο λόγο
λόγο. Ήταν Δημήτρης. Εξ ού και το Τάκης. Που και αυτό δεν ήταν τόσο
αντιπροσωπευτικό για αυτόν. Αν έπρεπε να τον χαρακτηρίσω, θα τον έλεγα «μάγκα αρχοντορεμπέτη». Πρωτίστως για την
ψυχή που κουβαλούσε και την μουσική του επιλογή, που στα παιδικά μου ακούσματα
άνοιξαν δρόμο. Σπάνιος. Δεν ξανασυνάντησα άλλον τέτοιον από τότε. Πάντα ο
κυρ-Τάκης θα είναι όαση στη ζωή μου. Κυρίως στα ζόρια μου. Τι κι αν ήμουν
πιτσιρίκα και δεν του το’πα. Του χρωστώ όλους τους Τσιτσάνηδες που ΄χω
τραγουδήσει, όλα τα δάκρυα που ξέφυγαν χωρίς να το θέλω από τα μάτια, όλους
τους αναστεναγμούς που βγαίνουν βιαίως χωρίς να τους ελέγξω. Και του χρωστώ και
την αγάπη μου για αυτή την μουσική που με ακολουθεί από τα παιδικά μου χρόνια.
Αυτό δεν είμαστε; Η παιδική μας ηλικία. Με μυρωδιά από αγιόκλημα και ήχους από
Τσιτσάνη.
Υγ: Χρόνια πολλά σε όλους τους Μήτσους και τις Δήμητρες