Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Η Αρχόντισσα και ο κυρ-Τάκης, της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Η Αρχόντισσα και ο κυρ-Τάκης,

της Τζίνας Δαβιλά




Είχε μια μηχανή τρίκυκλο. Το θυμάστε; Εκείνο που είχε μια ρόδα μπροστά, πορτούλες που άνοιγαν μ’ένα χερούλι που θύμιζε πόρτας και μια καρότσα βαμμένη γαλάζια με μεράκι, με τα κάγκελα σε γαλάζιο – λευκό. Κάποτε άλλαζε το λευκό και το έβαψε κίτρινο. Πάντοτε με τέτοια τέχνη δουλεμένη η μπογιά, που νόμιζες πως είχε βγεί από τον καλύτερο φούρνο βαφής της Αθήνας.


Άραζε την μοναδική του μηχανή έξω από το σπίτι μας στην Λούτσα. Στο τελείωμα του οικοπέδου, κολλητά στην μάντρα και δίπλα από το τελευταίο δέντρο του κήπου μας. Την ροδιά. Πάντα εκεί, μόνο εκεί. Ποτέ σε άλλο σημείο. Έβγαινε από την μηχανή με κινήσεις δεξιοτεχνικές, μ’ένα τσιγάρο στο στόμα. Ήταν λεπτοκαμωμένος, μάλλον κοντός, με φωνή πολύ βραχνή από το πολύ τσιγάρο. Απ’ό,τι θυμάμαι αυτό τον πέθανε κιόλας. Εκεί κοντά στην αρχή της εφηβείας μου. Είχε προηγουμένως ταλαιπωρηθεί αρκετά. Εγχείρηση όπου είχαν αφαιρεθεί οι φωνητικές χορδές και έβγαινε εκείνο το βραχνό, υπόκωφο ψιθύρισμα  από την τρύπα του στέρνου.

Ο κυρ-Τάκης, λοιπόν, μας φόρτωνε όλους σχεδόν της γειτονιάς στην καρότσα της μηχανής και μας πήγαινε για μπάνιο κάθε μέρα. Ανεξάρτητα από την προσέλευση των λουομένων, η προσφορά του ήταν δεδομένη. Και αφιλοκερδής. Άλλοτε δέκα άτομα, άλλοτε είκοσι. Ο ένας στριμωγμένος στον άλλο. Και παρέα οι τσάντες θαλάσσης, τα καπέλα, οι πολυθρόνες οι σπαστές για την κυρα-Γεωργία που είχε την μέση της και δεν μπορούσε να ξαπλώσει στην αμμουδιά. Στριμωχνόμουν, θυμάμαι, δίπλα στον παιδικό μου έρωτα. Κάπως έτσι στριμωχνόμασταν όλοι. Άλλος με λόγο, άλλος χωρίς λόγο, λόγω περιορισμένου χώρου. Ξεκινούσαμε, λοιπόν, κατά τις 11 το πρωί και επιστρέφαμε στη μία ή στις δύο το μεσημέρι. Στην επιστροφή ο κυρ-Τάκης εκτελούσε και χρέη διεκπεραιωτή φαγητού. Σταματούσε στον φούρνο για να πάρουμε ψωμί, πιο πέρα στο μανάβικο γαι να πάρει η κάθε επιβάτης ό,τι χρειαζόταν για το σπίτι και στη συνέχεια ρωτούσε: «Τελειώσαμε;» και γραμμή για το σπίτι. Δίπλα του στο κουβούκλιο του τρίκυκλου καθόταν η γυναίκα του, η Ευδοκία. Μουρμούρα και αθόρυβη, εν αντιθέσει με τον κυρ-Τάκη που ήταν γενναιόδωρος, μεγαλόψυχος και διακριτικά θορυβώδης. Μην ρωτάς, πώς γίνεται. Γίνεται. Άμα γεννηθείς αστέρι και μάγκας, γίνεται. Μιλούσε πάντα με δυο χαμογελαστές χαμηλόφωνες κουβέντες με εκείνη την βραχνή φωνή και το τσιγάρο στο στόμα. Και άκουγε πάντα δυνατά Τσιτσάνη. Όλο το ρεπερτόριο του Τσιτσάνη. Εκείνο το τρίκυκλο ήταν ένα κινητό τζουκ-μποξ. Έπαιζε ασταμάτητα. Και δυνατά, τόσο, όσο να μην σε ενοχλεί για να τον παρομοιάσεις με παλιατζή, όταν σουλατσάριζε το μοναδικό καλλιτέχνημα στους δρόμους της Λούτσας.  Έκλεινε μόνο την νύχτα. Και ένοιωθα από μικρή πως κάτι έλειπε από το τραγούδι των τριζονιών και την μυρωδιά απ΄το αγιόκλημα. Έλειπε η μουσική.

Από αυτόν γνώρισα όλα τα τραγούδια του Τσιτσάνη. Όλα. Από τις εκτελέσεις της Γεωργακοπούλου και της Νίνου μέχρι της Σωτηρίας Μπέλλου και του ίδιου. Και σήμερα τον θυμήθηκα γιατί κάπου άκουσα την «Αρχόντισσα http://www.youtube.com/watch?v=KsXXLs80R8I&feature=related
 » και τον νοστάλγησα. Και για ένα άλλο λόγο λόγο. Ήταν Δημήτρης. Εξ ού και το Τάκης. Που και αυτό δεν ήταν τόσο αντιπροσωπευτικό για αυτόν. Αν έπρεπε να τον χαρακτηρίσω, θα τον έλεγα  «μάγκα αρχοντορεμπέτη». Πρωτίστως για την ψυχή που κουβαλούσε και την μουσική του επιλογή, που στα παιδικά μου ακούσματα άνοιξαν δρόμο. Σπάνιος. Δεν ξανασυνάντησα άλλον τέτοιον από τότε. Πάντα ο κυρ-Τάκης θα είναι όαση στη ζωή μου. Κυρίως στα ζόρια μου. Τι κι αν ήμουν πιτσιρίκα και δεν του το’πα. Του χρωστώ όλους τους Τσιτσάνηδες που ΄χω τραγουδήσει, όλα τα δάκρυα που ξέφυγαν χωρίς να το θέλω από τα μάτια, όλους τους αναστεναγμούς που βγαίνουν βιαίως χωρίς να τους ελέγξω. Και του χρωστώ και την αγάπη μου για αυτή την μουσική που με ακολουθεί από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτό δεν είμαστε; Η παιδική μας ηλικία. Με μυρωδιά από αγιόκλημα και ήχους από Τσιτσάνη.     

Υγ: Χρόνια πολλά σε όλους τους Μήτσους και τις Δήμητρες

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

"Ο Σωτήρης και εγώ" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Ο Σωτήρης και εγώ"
 της Τζίνας Δαβιλά


Θα ήταν ένας από τους ωραιότερους άνδρες που θα κυκλοφορούσαν στην γη. Ψηλός, αθλητικός, μελαχρινός, με σκούρα πράσινα μάτια, υπέροχα φρύδια που κλωτσούσαν στις άκρες τους, βλέμμα παιχνιδιάρικο που γινόταν άγριο, απρόσωπο, σκληρό και δύο λακάκια στα μάγουλα, όταν χαμογελούσε. Είχε χιούμορ καυστικό, ήταν ετοιμόλογος και εξαιρετικά ευγενής, όταν ήθελε. Μάλλον σκληρός χαρακτήρας, ατίθασος, αντιδραστικός και ριψοκίνδυνος. Απίθανα ριψοκίνδυνος.


Είχε αγοράσει μια μηχανή. Κρυφά από τους δικούς του. Την χρησιμοποιούσε κάθε Σαββατοκύριακο. Την υπόλοιπη εβδομάδα την είχε παρκαρισμένη σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ. Πλήρωνε το ενοίκιο από το χαρτζηλίκι του. Όταν την καβαλούσε, απογειωνόταν. Ένοιωθε πως ο κόσμος του άνηκε, σαν να ήταν η ζωή δεμένη από το ζωνάρι του. Από την άλλη είχε κάτι άπιαστο και ο ίδιος. Ίσως εξαιρετικά εγωπαθές, ίσως κρυφά συναισθηματικό, ίσως βαθιά μελαγχολικό. Κάτι ήθελε πάντα που δεν εκμυστηρευόταν και δεν μπορούσε κανείς να προσδιορίσει. Οι κινήσεις του ήταν μελετημένες και με στρατηγική. Σπάνιες στιγμές του ήταν αυθόρμητες, αλλά τότε έβλεπες ένα παιδί που του ταίριαζαν απίθανα τα λακκάκια στα μάγουλα. Ένα παιδί σκανταλιάρικο που έπρεπε να περιμένεις από πού θα σου’ρθει η μαϊμουδιά. Ωστόσο, στο συνηθισμένο του ήταν σοβαρός, απόμακρος, λιγομίλητος, βαθύ ποτάμι. Αντιφατικά τα λακκάκια στο σοβαρό του ύφος. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του, τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του. Και φαινόταν ατρόμητος. Άτρωτος. Μόνο κάποια φορά ξεστόμισε μια αλήθεια σκληρή. Θεωρητικά, δεν του έπεφτε λόγος. Ουσιαστικά, ρωτήθηκε και απάντησε. «Την αλήθεια είπα. Αυτό είναι το δίκαιο», είχε πει κοφτά και με ύφος που δεν σήκωνε και αντιρρήσεις. Είχε δίκιο. Είτε ακολουθησε κάποια στρατηγική, είτε όχι.

Ήταν Μάρτης, αν θυμάμαι καλά. Και το ’94. Παρακολουθούσα τις ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση. Άκουσα ξαφνικά ένα γνώριμο ονοματεπώνυμο. «Σωτήρης Δ....». Γούρλωσα τα μάτια. Το ρεπορταζ που ακολούθησε δεν άφηνε περιθώρια για ευχάριστη είδηση. Δεν θυμάμαι πια, ποιες ήταν οι ειδήσεις που είχα ακούσει από  το ρεπορτάζ και ποιες από τους κοινούς φίλους που σχολιάσαμε τον θάνατο του Σωτήρη. Δύο νέοι δύτες υπέγραψαν για να βουτήξουν στην λίμνη της Βουλιαγμένης. Ανασύρθηκαν και οι δύο σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης. Τον Σωτήρη τον αναγνώρισαν από μια αλυσίδα στον λαιμό. Η φιάλη οξυγόνου του είχε σφηνωθεί ανάμεσα σε δυό βράχους. Σύμφωνα με όσα είχαν γίνει γνωστά, κάποιος βράχος πέφτοντας χτύπησε τον έτερο δύτη, ενώ ο Σωτήρης τρομαγμένος-φαντάζομαι (άραγε, υπήρχε κάτι που να τον τρόμαζε;) προσπαθώντας να βγει στην επιφάνεια, εγκλωβίστηκε. Είχαν και οι δυο υπογράψει για να κάνουν κατάδυση στην λίμνη Βουλιαγμένης. Κανείς δεν γνώριζε κάτι για την αγάπη του για τις καταδύσεις. «Σου είχε πει ποτέ κάτι;» με είχε ρωτήσει μια φίλη. Απάντησα αρνητικά. Ποιος άλλωστε ήξερε από μας τι σκεπτόταν ο Σωτήρης; Είπαμε... βαθύ ποτάμι. Μόνο μια κουβέντα μου είχε βγει αυθόρμητα, θυμάμαι: «Ήταν πολύ ριψοκίνδυνος, για να γεράσει». Ίσως να ήθελε να αναμετρηθεί και να νικήσει τον θρύλο που θέλει μια νεράιδα να παγιδεύει στον βυθό της τα παλικάρια. Ίσως... Ποιος μπόρεσε να μάθει τον Σωτήρη...

Ήταν, δεν ήταν 24, όταν συνέβη το θλιβερό. Εγώ, εκεί κοντά στα 20, έκανα τεράστιες προσπάθεις για να καταλάβω, πώς και τι σκεπτόταν – η αλαζονία της ηλικίας, βλέπεις, πίστευα τότε πως τα πάντα ερμηνεύονται και τα πάντα εξηγούνται Αν κάποιος σκεπτόταν ότι ο Σωτήρης θα την «έκανε» από τον κόσμο τούτο νωρίς, θα περίμενε πως θα ήταν καβάλα στην ‘παράνομη’ μηχανή του. Το δικό του μυστικό. Που μάλλον δεν ήταν το μόνο. Έκρυβε πολλά μέσα του. Από τα πιο βαθιά συναισθήματα μέχρι τις πιο βαθιές επιθυμίες. Τις πήρε όλες η θάλασσα ή μάλλον η Λίμνη που κάποιο δίαυλο επικοινωνίας έχει με τον Σαρωνικό. Ίσως να του είχε καρφωθεί στο μυαλό να τον βρει. Τον πρόλαβε το απροσδόκητο. Χωρίς τελικά να προλάβει κανείς μας να μάθει, τι στην ευχή έκρυβε αυτή η ψυχή, που ήταν το πιο βαθύ ποτάμι.

Υγ: ο λόγος που τόσα χρόνια μετά θέλησα να σας πω δυό λόγια για τον Σωτήρη, είναι ο πνιγμός του 20χρόνου ψαροντουφεκά Μιχάλη Τσακίρη από τον Αρχάγγελο Ρόδου, που βρέθηκε ξημερώματα ένα αυγουστιάτικο πρωινό, όπως ο Σωτήρης, με την φιάλη του σφηνωμένη στα βράχια. Δεν γνώριζα τον Μιχάλη, όπως κατά τα φαινόμενα, δεν γνώριζα και τον Σωτήρη. Τουλάχιστον, όμως είχα μπει στον κόπο να τον μάθω. Αυτό είναι η παρηγοριά μου, που ίσως να αποτελεί μια άλλη αλαζονία. 

"Δικάζομαι γιατί είμαι φιλόζωη" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

Δικάζομαι γιατί είμαι φιλόζωη,


της Τζίνας Δαβιλά
15/10/2012

Η Ελλάς του 2012 δεν έχει καμμιά σχέση με αυτήν που ονειρεύτηκαν η Μελίνα και ο Τρίτσης. Ούτε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα μεταφέρθηκαν από τον Αγγλία στην Ελλάδα, ούτε και το μετρό έλυσε τα προβλήματα των Αθηναίων. Μπόχα και δυσωδία υφίστανται τριγύρω και δεν ευθύνονται απαραιτήτως τα σκουπίδια. Εσωτερικό είναι το πρόβλημα. Θέμα πολιτισμού, παιδείας και ανθρωπιάς. Αν η Μελίνα ζούσε, άραγε θα έβρισκε το κουράγιο να αγωνιστεί; Και με ποια μέσα; Γιατί ώρες – ώρες καταλήγει κάποιος να παραδεχτεί με θλίψη πως η βλακεία είναι αήττητη!

Σήμερα, Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012, λοιπόν, καλούμαι στο Ειρηνοδικείο Ρόδου ως κατηγορούμενη για να απομακρύνω τα σκυλιά μου από την ιδιόκτητη μονοκατοικία μου. Το χαρτί που συνέταξε ο δικηγόρος των αιτούντων – 8 στον αριθμό εκ των οποίων οι 6 είναι συγγενείς – είναι πλήρες ψεμμάτων του τύπου πως τα σκυλιά είναι λυμένα στο κήπο, κάνουν επιθέσεις, είναι ανεμβολίαστα και δεν φορούν φίμωτρο. Δεν θα μπω στην διαδικασία να αναιρέσω τα όσα ψέμματα λένε – αλήθεια, σε ποιον επιτέθηκε και ποιος και πότε; Και πώς και δεν με πήγαν κατηγορούμενη στο δικαστήριο, όταν έκαναν επίθεση, πράγμα που είναι εξαιρετικά σοβαρό, και με καλούν τώρα γιατί, όπως λένε, είναι τα μόνα που γαυγίζουν; Αναφέρω ενημερωτικά πως ζω σε μια περιοχή, όπου η χρήση ιδιοκτησίας σκύλων είναι κάτι παραπάνω από συνηθισμένη, δεδομένου πως δεν υπάρχει καν δημοτικός φωτισμός στους δρόμους και οι κλοπές στα σπίτια αποτελούν σημαντικότατη απειλή. Επιπλέον, όλοι έχουν όχι ένα, αλλά δυο και τρία σκυλιά και αρκετοί εκ των κατοίκων της περιοχής συντηρούν με λίγο φαγητό, νερό και σχετική φροντίδα και κάποια αδέσποτα.
Σύμφωνα με όσα με πληροφορεί ο δικηγόρος μου, που είναι εξειδικευμένος σε θέματα φιλοζωίας, τα αιτήματα είναι παράλογα και άκυρα. Δεν θα σταθώ στο νομικό κομμάτι, αλλά στο ουσιαστικό για μένα.
Η φροντίδα ενός σκύλου ή όσων σκύλων, γατών και κατοικίδιων ζώων αποφασίσει κάποιος, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί χρόνο, χρήμα, ψυχή, αν θέλεις να είσαι ιδιοκτήτης σκύλων, όπως πρέπει νομικά και ηθικά να είσαι. Εκτός και αν η ιδιοκτησία σκύλου γίνεται με τους όρους των αιτούντων κατά εμού. Δηλαδή: οι τέσσερις (αλήθεια δεν ενοχλούνται της διπλανής μεζομέτας με μεσοτοιχία οι γείτονες και ενοχλούνται της γωνιακής και σε απόσταση 100 μέτρων;) αν και δηλώνουν φιλόζωοι, σιχαίνονται κάθε σκυλί και γατί που κυκλοφορεί και έχουν τσακωθεί με τον απέναντι γείτονά τους, επειδή, όταν εγκαταστάθηκε στο σπίτι του, είχε σκυλί. Οι άλλοι τέσσερις εκ ων αιτούντων, έχουν σκυλιά τα οποία γρονθοκοπούν, τιμωρούν βάναυσα, πετούν πέτρες, δεν τα πηγαίνουν βόλτα, τα έχουν μέσα σε ένα κλουβί και στη βρώμα των χωμάτων κήπου. Τέλος, για να μην μακρηγορώ, όταν τους απευθύνουν τον λόγο τα αποκαλούν, ως συνηθίζει ο Έλλην, «μαλάκα», «σκάσε κωλόσκυλο για να μην έρθω εκεί» και στην καλύτερη των περιπτώσεων τα χτυπούν δυνατά στο κεφάλι για να πάψουν να γαυγίζουν. Το ίδιο «σκάσε κωλόσκυλο» έχω ακούσει να απευθύνουν και στα δικά μου σκυλιά, τα οποία νοιώθωντας τον αρνητισμό τους, γαυγίζουν. Αν λοιπόν, για αυτούς αποτελεί πρόβλημα της αρμονικής, κατ’άλλα όπως λένε, ζωής τους, τα γαύγισμα ΜΟΝΟ των δικών μου σκύλων και όχι των δικών τους ή της υπόλοιπης περιοχής, για μένα η συμπεριφορά τους απέναντι στα δικά τους σκυλιά αποτελεί μέγα πρόβλημα που διαταράσσει την ψυχική ηρεμία, σύσσωμης της  οικογενένειάς μου και που θα μας οδηγήσει σε μελαγχολία. Και στην τελική: ποιοι θα με κρίνουν, θα μου υποδείξουν πώς να συμπεριφερθώ και θα ζητήσουν να διώξω τα σκυλιά μου από το σπίτι μου; Αυτοί που είναι κάκιστοι και ανεύθυνοι ιδιοκτήτες σκύλων που από την πρώτη στιγμή που γειτνίασα μαζί τους, μού ζήτησαν να τα δείρω, να τα βρέχω και να τους φορέσω φίμωτρο, «γιατί τα σκυλιά θέλουν ξύλο»; Μην τρελαθούμε. Φίμωτρο πρέπει να φορέσουν τα δίποδα που γαυγίζουν . Άσε, που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τα βρίσκουν με τα σκυλάκια. Αφού η διάλεκτός τους είναι κοινή: το γαύγισμα!
Δεν φοβάμαι την Δικαιοσύνη, δεδομένου πως η νομοθεσία με καλύπτει, την εφαρμόζω κιόλας και ο δικηγόρος μου είναι ο καλύτερος που θα μπορούσα να έχω, γνωρίζοντας την πλήρη νομοθεσία, απ’έξω και ανακατωτά. Και να φανταστείς πως τυχαία έπεσα πάνω του. Και ενώ κάποιοι μου είπαν πως είναι εξαιρετικός μεν, αλλά πανάκριβος δε, εκείνος σχετικά με την αμοιβή του, μου ζήτησε, αν δύναμαι, να βάλω όποιο ποσό θέλω σε λογαριασμό για την συντήρηση των αδέσποτων ζώων που φροντίζει. Επίσης, ακόμα και αν έδιωχνα όλα τα σκυλιά μου, είμαι πεπεισμένη πως τα προβλήματα των γειτόνων μου δεν θα λύνονταν. Δεν θα θεωρήσω καθόλου παράλογο να ακούσω από αυτούς, ότι ευθύνομαι, γιατί η βροχή έπεσε πλάγια και όχι κατακόρυφα. Τέλος, ευελπιστώ το παρόν κείμενο να μην έχει ίχνος συναισθηματισμού και να στηρίζεται πρωτίστως σε λογικά επιχειρήματα. Αλλά, για να μπούμε λίγο και στο συναισθηματικό κομμάτι που για μένα έχει μεγάλη αξία, έχω να δηλώσω τούτο: η σχέση με τον σκύλο μου δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμμία. Ούτε από την μητρική, ούτε την αδελφική, ούτε την ερωτική, ούτε την επαγγελματική, ούτε από την ανθρώπινη φιλική. Είναι άλλο το επίπεδο των συναισθημάτων και με άλλους όρους. Γιατί ο σκύλος μου, πέρα απ’όλα τα άλλα,  είναι πρωτίστως ένα καλό φιλαράκι με όρους που δεν διέπονται από την ιδιοτέλεια, τον ανταγωνισμό, την κακία, την ζήλεια, την κούραση και το σιχτίρισμα.
Υγ: Εδώ ο κόσμος και χάνεται και κάποιοι δεν βρίσκουν χρόνο για να ασχοληθούν με τον εαυτό τους, μήπως και τον καλυτερεύσουν, αλλά έχουν ως στόχο τους εμένα. Ο Τσέχωφ είχε πει πως «περισσότερο από την φιλία και την αγάπη, τους ανθρώπους ενώνει το κοινό μίσος για κάποιον». Αναγκαστικά θα παίξω το παιχνίδι τους, αλλά ειλικρινά, δεν θα το ήθελα καθόλου να ασχοληθώ μαζί τους. Η ζωή είναι γεμάτη ομορφιές, που οι αιτούντες «να διώξω άμεσα τα σκυλιά μου από την οικία μου» δεν πρόκειται να συναντήσουν ποτέ, όσες ζωές κι αν τους χαριστούν! Κρίμα, γιατί αποφάσισαν να γίνουν ή να ξαναγίνουν γονείς. Με ποιους όρους συνεννόησης άραγε: το ξύλο και το «σκάσε μαλάκα;»
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

"Οργασμός στο φουλ" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57

"Οργασμός στο φουλ" 
της Τζίνας Δαβιλά





 (Για την Μ.)


Καλοκαίρι. Μετά από το ταξίδι στην Ισπανία. Αναγκαστικός χωρισμός. Μεγάλες οι αποστάσεις, εκ του μακρόθεν σχέση… πώς να συντηρηθούν οι μυρωδιές, οι αγκαλιές, τα βλέμματα. Σιωπή. Ίσως μια άλλη μέρα φέξει. Στην ψυχή, στο κορμί, κάπου, κάπως θα φέξει.

Με τον καφέ στο χέρι κάθεσαι στο  πεζούλι μιας πλατείας. Να πάρει η ευχή πώς σου έφυγε έτσι ο χρόνος. Μετανοιώνεις για τα φιλιά που δεν έζησες, για τις στιγμές που ήσουν μακριά. Περπατάς με μικρά αργά βήματα. «Σε μένα θα έρθεις να σε ζωγραφίσω» ακούς από τον πλανόδιο εικαστικό που στήνει τους καμβάδες και τα πινέλα του στην είσοδο της Παλιάς Πόλης. «Μόνο σε μένα ακούς; Η ελιά σου μου θυμίζει μια παλιά μου αγάπη» σου λέει και σου κλείνει το μάτι. Χαμογελάς. Στο θησαυροφυλάκιο με τις αναμνήσεις του πλανόδιου ζωγράφου και μια γυναίκα που σου μοιάζει. Έτσι λέει.

Σκύβεις το κεφάλι και προχωράς. Σταματά και κοιτάς στον ουρανό. Πώς έγινε αυτό; 15 χρόνια μαζί και κάθε ερωτική επαφή σήμανε συναγερμό. Από το πουθενά. Μισόγυμνοι στο μπάνιο, στην κουζίνα, πριν την έξοδο, πριν το ταξίδι, παντού, παντού ακόμα και στο παραμερισμένο στην άκρη του δρόμου αυτοκίνητο με μισοκατεβασμένο το καλσόν και το παντελόνι.  Το πρόβλημά σου πάντα: «Μου γέμισες πάλι το πρόσωπο με κραγιόν!» έλεγες χαμογελώντας. Άνοιγες το καθρεφτάκι του συνοδηγού και γελούσες με την εικόνα σου. Στάμπες από κραγιόν. Ένα όμορφο χάλι τα μάγουλα και ο λαιμός σου. Η απόλαυση γινόταν γέλιο ξεκαρδιστικό. «Και τώρα ετοιμάσου να συνοδεύσεις την mademoiselle  κλόουν» του πέταγες γελώντας και εκείνος προσπαθούσε να καθαρίσει τα δικά σου αποτυπώματα από το πρόσωπό του. «Άστους να φαντάζονται» σου απαντούσε και ένοιωθες ότι δεν σταματά ο χρόνος, δεν ορίζεται το σύμπαν δεν υπάρχει τέλος ποτέ.
 
15 χρόνια μαζί και ο οργασμός είχε μόνιμη θέση στη ζωή σου. Πάντα, όχι σχεδόν πάντα, πάντα. «Πώς γίνεται αυτό;» σε ρωτούσαν οι φίλες σου. «Κάθε φορά; Όπως και όπου;»  «Ναι» απαντούσες και ήξερες ότι ήσουν από τις λίγες τυχερές που το ζούσαν. Τα μάτια σου γυάλιζαν από την ευχαρίστηση. Επαφή με διάρκεια ή όχι, σήμαινε και το τράνταγμα των μέσα σου κάθε φορά . Τι σημείο g, υπάρχει δεν υπάρχει και δεν συμμαζεύεται; Απόλαυση με προοπτική, αίσθηση  με ρυθμό, ανάσα καυτή και άγγιγμα που σε ανατριχιάζει. Αυτό έζησες 15 χρόνια. Ήταν το συναίσθημα πολύ δυνατό; Ήταν τα κορμιά που μιλούσαν την ακαθόριστη γλώσσα της δικής τους φύσης; Ήταν το γρήγορο, απρόβλεπτο, απρογραμμάτιστο; Ήταν ο χρόνος που δεν ήταν πάντα δικός σας; Ήταν το ‘σε θέλω τώρα, ας περιμένουν τα άλλα’; Η προτεραιότητα; Ήταν η τέχνη του έρωτα ή η τέχνη της ψυχής;

Ό,τι και να ήταν, λίγο νόημα έχει πια να απαντήσεις. Ας ήταν ό,τι ήθελε. Τώρα δεν ξέρεις αν λυπάσαι για τον οργασμό στο φουλ που δεν θα ξαναζήσεις(;), για την ψυχή που ήδη σου λείπει, για τα γέλια που ξεπρόβαλλαν την στιγμή της απογείωσής σου, για το γνώριμο ρυθμό που σε κατέτασσε στις τυχερές της ερωτικής ηδονής χωρίς γιατρούς, γιατροσόφια, θαλασσινά και φουντουκοσοκολάτες. Άμα ταιριάζουν τα κορμιά,  τα λόγια περισσεύουν. Οι αναμνήσεις, όμως, είναι εκεί για να σε παιδεύουν για τις ηδονές που δεν έζησες. Εκείνες που έχασες από λάθος. Όχι εκείνες που θα χάσεις, αλλά το χρόνο που σου ΄φυγε. Η έλλειψη ίσως και να έρθει. Ποιος ξέρει το αύριο. Μπορεί να έρθει, μπορεί και όχι. Όπως και να χει το έζησες.
 
Περπατάς αργά, χαμογελώντας θλιμμένα και σιγοτραγουδάς: «η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα» http://www.youtube.com/watch?v=cb3tGXXx-jw . Αθάνατος Άκης. Ο απόλυτος ερωτισμός μέσα σε τρία λεπτά. Όσο διαρκεί και η απόλαυση. Το ξανασκέπτεσαι. Δε βαριέσαι; Πόσο θα διαρκέσει άλλο ένα ταξίδι στην Ισπανία; Τηλεφωνείς στη Μαριλίνα. «Βγάλε μου εισιτήριο για Μαδρίτη το τριήμερο».

 Ένα ταξίδι η ζωή στις πληγές και στις ηδονές μας.


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Λευτέρης Λαζάρου: Ένας μάγκας από τον Πειραιά μαγε(ιρε)ύει και εξομολογείται" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57



Λευτέρης Λαζάρου: Ένας μάγκας από τον Πειραιά μαγε(ιρε)ύει και εξομολογείται, 
της Τζίνας Δαβιλά (συνέντευξη)



Δεσπόζει ως πατήρ – φαμίλιας. Το βλέμμα του στέλνει ζεστασιά, αγάπη, γενναιοδωρία και κατανόηση. Ζυμωμένος με τη ζωή παιδιόθεν, μέσα από τα ζόρια βγήκε νικητής, γιατί είχε - πάλι παιδιόθεν -  την σπουδαιότερη ασπίδα: αγάπη από μάνα και πατέρα. Θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν το ψυχικό εκτόπισμα να κοιτούν με καλοσύνη και τρυφερότητα τον συνάνθρωπο. Μα περισσότερο θαυμάζω και υποκλίνομαι στην ταπεινότητα και στο μεγαλείο του Λευτέρη Λαζάρου, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας, της αγοράς, της κατανάλωσης της ζωής.  Και θάλασσα κατανόησης. Και αν ο Λευτέρης ήταν τραγούδι, για μένα θα ήταν αυτό http://www.youtube.com/watch?v=yTpnQ7cHMRo ή αυτό

«Πιστεύω πολύ στους ανθρώπους και στη φιλία. Η ζωή μου έμαθε να αγαπάω. Δεν μπορώ να ζήσω μόνος μου, δεν μπορώ να φάω μόνος μου. Θέλω την συντροφιά.  Όταν ήμουν μικρός έκανα στα καράβια με τον καραβομάγειρα πατέρα μου. Μεγάλο σχολείο το βαπόρι, γιατί είναι κλειστή κοινωνία και εκεί γνωρίζεις τον χαρακτήρα του άνθρωπου. Και είναι ένα επάγγελμα που σε κάνει σκληρό. Παλεύεις με τα θεριά της θάλασσας και του πλοιοκτήτη. Έχω ταξιδέψει με βαπόρια που δεν είχαν ούτε αλεύρι. Μαγείρευα με ό,τι έβρισκα. Άλλωστε, ο έλληνας φημίζεται για την εφευρετικότητά του, αυτό φοβούνται και οι άλλοι, το σπάνιο χαρακτηριστικό μας. Ο Έλληνας μπορεί να βρει λύση από το τίποτα, αλλά το κακό του είναι ότι μένει με τη λύση του τίποτα. Ισχύει το «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Παύει δηλαδή να ψάχνει τη ρίζα του προβλήματος.

Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια την μιζέρια, γιατί ήταν δύσκολη εποχή και ο πατέρας μου, σχεδόν μετά τη χούντα, βρέθηκε άνεργος. Ήμουν 15 περίπου. Είχα μάθει και λίγο διαφορετικά, αντιμετώπισα μια δυσάρεστη κατάσταση. Είχα καλούς  γονείς. Και η μητέρα μου φρόντισε να μην καταλάβω πολλά από αυτά. Ο πατέρας μου βρέθηκε άνεργος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Ήταν από τους ανθρώπους που είχαν πάει με τον κοινωνικό τουρισμό και στη Μακρόνησο … τα’χε γυρίσει τα νησάκια του. Πέθανε μικρός στα 56, ήταν ωραίος και λεβέντης. Η μητέρα μου προσπαθούσε να τα προλάβει όλα, αλλά ήταν δύσκολες οι εποχές. Στα αστικά κέντρα τη χούντα τη βιώσαμε καλά. Το σπουδαιότερο αγαθό είναι η ελευθερία.

Σήμερα μου λείπει το χαμόγελο των ανθρώπων. Δεν μπορώ να τους βλέπω σκυθρωπούς, αφού ο έλληνας είναι έξτρα large. Δεν μπορώ να βλέπω ανθρώπους στην κόψη του ξυραφιού. Αυτό που λέγαμε «πάμε να πιούμε ένα ουζάκι» δεν το λένε οι άνθρωποι πια. Αυτά τα 200, 300 ευρώ που του κόψανε, ήταν η ψυχοθεραπεία του. Ποιος είναι ο κερατάς που κόβει τη σύνταξη της γιαγιούλας ή το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου…Σίγουρα το κεφαλαίο, αλλά ποιος απ’όλους; Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμος ξέραμε ποιος ήταν ο εχθρός, τώρα…


Πιστεύω ότι η νέα γενιά θα ανατρέψει τα πράγματα, είτε με τη βία, είτε με τη διαμαρτυρία της στην κάλπη, είτε με τον αγώνα τους, θα αλλάξουν αυτό που ζούμε. Η δική μου γενιά τα έκανε σκατά  Το μόνο κακό που βλέπω είναι ότι κάποια παιδιά μας φεύγουν έξω δυσαρεστημένα από τη χώρα μας. Είναι σκληρό να βλέπεις το παιδί σου να φεύγει την ώρα της παραγωγής του. Η ανατροπή θα γίνει, ίσως, φέρει και βιαιότητα, αλλά πότε η μάχη δεν κερδίζεται χωρίς θύματα. Πάντως δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι είναι στημένο το παιχνίδι, ακόμα και οι πυρκαγιές στο κέντρο της Αθήνας. Θέλουν μια Αθήνα απαξιωμένη, μια Ελλάδα απαξιωμένη, θέλουν να την αγοράσουν φτηνά.  Μια χαρά τα’ χουν πάει. Μετά την απαξίωση των πάντων, ακολούθησε και η ανθρώπινη λειτουργία με χαμηλούς μισθούς. Όλο αυτό μου θυμίζει τις ανατολικές χώρες που λένε πως, κάποιοι κάνουν ότι πληρώνουν και κάποιοι κάνουν πως δουλεύουν. Ας μην φτάσουμε σε αυτό το χάλι, ο Έλληνας έχει δαιμόνιο μυαλό. Χωρίς να είναι άμοιρος ευθυνών, πρέπει με την ψήφο του να τιμωρήσει τους έλληνες πολιτικούς για το χάλι που του μαγείρεψαν… Όχι, η  μαγειρική δεν είναι πολιτική, είναι κατάθεση ψυχής,  έκφραση και αγάπη.

Ισχύει το «πες μου τι τρως για να σου πω ποιος είσαι». Βέβαια, όποιος με ακούει μπορεί να πει ‘βρε Λαζάρου… εδώ δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη;’ Πού διαφωνώ με τον φίλο που θα πει έτσι; Ότι από τη στιγμή που θα καθίσω στο τραπέζι, ακόμα και το όσπριο που είναι το πιο φτηνό και ταπεινό πιάτο, μπορεί να γίνει νόστιμο με λίγη αγάπη.  Και ανήκω σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι τα ταπεινά υλικά έχουν πραγματικά θέση στο ελληνικό τραπέζι, ιδιαίτερα σήμερα.

Αυτό που λέω είναι πως δεν χρειάζεται να πληρώσω μια μικρή περιουσία για ένα πρωτοκλασάτο ψάρι, παραδείγματος χάριν. Προτιμώ ένα ταπεινό ψαράκι, φτηνό, με ωραίο λαδάκι που θα το συνοδεύσω με ένα καλό χορταράκι.. Μπορείς να φτιάξεις φαγητό με λίγη καλή σκέψη, χωρίς πολλά χρήματα. Με έναν κατεψυγμένο μπακαλιάρο από μια ακριβή σφυρίδα. Ως συμβουλή λέω να αποψύχετε το προϊόν με φυσικό τρόπο. Αγαπώ το τυρί, το τρώω και μετά το φαγητό μου. Ωστόσο, σιχτιρίζω κάποια εισαγόμενα τυριά προτιμώντας τα ελληνικά, όπως τις γραβιέρες Νάξου, χωρίς να κατηγορώ πχ την παρμεζάνα που είναι κορυφαίο τυρί. Πρέπει, όμως, να σταθεροποιήσουμε τις ποιότητες μας και να φροντίσουμε την οικοτεχνία μας πουλώντας νόμιμα τυρί, αυγά και άλλα κάνοντας καλό στη χώρα μας. Το τυρί δεν είναι χασίς για να πουλιέται κάτω από το τραπέζι. Τα μεγάλα σεφ κλαμπ κάνουν προτάσεις για τοπικά προϊόντα ονόματι breakfast. Άρα, είμαστε σε καλό δρόμο μιας και πειστήκαμε ότι τα λεφτά μας πρέπει να μείνουν εδώ. Από τη μοτσαρέλα, ας προτιμήσουμε το ανθότυρο ή ένα χλωροτύρι τοπικό. Θυμώνω όταν σε κάποιο χωριό ο τιμοκατάλογος του μαγαζιού έχει και σαλάτα με βαλσάμικο και παρμεζάνα και κουκουνάρι. Αυτό καραμελωμένο ξύδι που μας κοροϊδεύει ο ιταλός πουλώντας το 1.50 ευρώ τα 500 γραμμ. Το βαλσάμικο είναι ένα σπουδαίο ξύδι που κοστίζει πάνω από 80 ευρώ τα 100 γραμμάρια. Μπορούμε ωραιότατα να αντικαταστήσουμε τα γελοία αυτά προϊόντα χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα χαρουπόμελα, μηλόξυδα και κάνοντας καταπληκτικές δουλειές στις σαλάτες μας.

Αν ήμουν πιάτο… θα ήμουν ποικιλία. Θα ήθελα να είμαι ένα κρασί chardonnay σε παλιά βαρέλια. Αν ο Πειραιάς μου ήταν πιάτο, είναι τόσο αγαπημένος, που δεν θα το έτρωγα. Είναι η πόλη που γεννήθηκα, λατρεύω, με πίκρα έφυγα από κει. Πολλές αποτυχημένες δημαρχίες, τον κατέστρεψαν. Από τον απαίσιο δήμαρχο Σκυλίτση που τον έκανε αδερφίστικο μέχρι και τις τελευταίες δημαρχίες που δεν ευδοκίμησαν. Μαθαίνω από τους Πειραιώτες ότι είναι λίγο πιο καθαρός. Δεν πηγαίνω καθόλου πια. Είμαι άνθρωπος που όταν κάτι με στραβώσει, όταν δεν μπορώ να αντιδράσω, το βγάζω από τη ζωή μου. Στις τελευταίες εκλογές δεν ψήφισα, γιατί κανείς δεν με έπεισε πως θα δουλέψει για τον Πειραιά.   

Δεν συγχωρώ την κακία, δλδ το θυμάμαι γι αυτό που μου έκανες και στο επιστρέφω. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι μεγαλόψυχος, να ξεχνάει. Η ζωή μου έμαθε την αγάπη, δεν μπορώ μόνος, θα σκάσω. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι ένας άνθρωπος είναι μόνος του. Δεν μπορώ να φάω το σαντουϊτσάκι του δρόμου στο αυτοκίνητο μόνος ή να καθίσω στο τραπέζι. Το τραπέζι για μένα υποδηλώνει την οικογένεια. Πρέπει όλοι να καθίσουμε μαζί. Πάντα έτρωγα με τις κόρες μου. Ήταν σπουδαίο όταν κάποιος γονιός από το παιχνίδι με τα πιτσιρίκια μου είπε: «μας ξαναβάλατε στο τραπέζι σαν οικογένεια. Τα μάθατε να ακούνε κριτική».

Οι τουριστικές σχολές πρέπει πάση θυσία να μείνουν ανοιχτές. Υπάρχουν μοντέλα στο εξωτερικό που δηλώνουν πως μπορούν να έρθουν έσοδα στις σχολές τουριστικών επαγγελμάτων χωρίς να κρέμονται από την κρατική επιχορήγηση, όπως να δημιουργούν φαγητά που θα πουλούν, να έχουν καφετέριες να οργανωθούν αυξάνοντας τα έσοδα τους. Αρκεί να υπάρχουν προτάσεις σοβαρές από ανθρώπους που ξέρουν πώς θα λειτουργήσουν αποδοτικά. Η Ελλάδα πουλά τουρισμό πρέπει να εκπαιδευτούμε. Αν μου ζητηθεί να βάλω την υπογραφή μου για κάτι προκείμενου να στηρίξω τις κρατικές τουριστικές σχολές θα το κάνω με χαρά.

Από τη ραδιοφωνική μας συνάντηση στον «Παλμό 99.5» στις 4/4/2012

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο Ξαρχάκος και η Βανδή " της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Photo: pieplate
Photo: pieplate
1 εικόνα
Στο προηγούμενο κείμενο έχει ο χαμός, γιατί τόλμησα να μιλήσω για την δεοντολογία της δημοσιογραφίας που απαγορεύει να αντιμετωπίζουμε ρατσιστικά τα γεγονότα. Σήμερα, αφορμής δοθείσης, είπα να περιγράψω και ένα περιστατικό. Αληθινό πέρα για πέρα.
Έχει αποχωρήσει απο το τραπεζάκι του καφέ μας, προς αναχώρησιν για τας Αθήνας, ο σπουδαίος θεατράνθρωπος Γιώργος Αρμένης και ένας τύπος που έβλεπα για δεύτερη φορά, κάθεται απέναντι μου και μου λέει: «Τον ξέσκισα. Του το’καψα το θέμα. Τράβηξα κάτι φωτό με τους πατσάδες της Μπάρμπα στην πισίνα, έβγαλα και την Βανδή και τους έκοψα τα χέρια. Δεν έχουν τώρα, τι να τυπώσουν. Ας βρουν άλλο θέμα».
Του συστήνομαι, μου συστήνεται μόνο με το βαπτιστικό και συνεχίζει: «Είναι εδώ αυτές, για τα γενέθλια του ξενοδόχου. Είναι και ο Χατζηγιάννης και Παπαρίζου και ο... και η... και... και... και... και...».
Τι έμαθα δεν λέγεται. Όλα άχρηστες πληροφορίες. Εκτός και αν υπάρχεις, για να μπαίνεις στην κρεββατοκάμαρα, στις διακοπές και στην διασκέδαση των άλλων, που δεν έχεις συναντήσει ποτέ, αλλά παρακολουθείς ως τηλε-αστέρες και γκόμενο-γκόμενες περιωπής.
Αναλογίστηκα, πόσο ενδιαφέρον μπορεί να είναι αυτό, τι να σε γαργαλά για να ακολουθείς κατά πόδας και να φωτογραφίζεις την  famme fatal με το τόπλες – που ενδόμυχα θέλεις να έχει φτάσει το στήθος στο γόνατο για να γίνει είδηση – την αρετουσάριστη-αμακιγιάριστη τραγουδίστρια, τον ωραίο και μοιραίο 35άρη που σφάζονται για πάρτη του τα κοριτσόπουλα όλων των ηλικιών. Τι είδους δημοσιογραφία είναι αυτή με την κρυφή κάμερα και φωτογραφική που τρυπώνει αδιακρίτως και αμετανοήτως στις ζωές των άλλων, δεν ξέρω. Να μου πεις, συχνά οι ίδιοι οι φωτογραφιζόμενοι δεν προκαλούν αυτές τις ‘‘λανθάνουσες’’ φωτογραφίες; Θέλουν να θεαθούν, υπάρχουν μέσα απο αυτό, δεν μπορούν το χωρίς, νοιώθουν αποτυχημένοι και πεταμένοι.  Ας είναι... Τον ρώτησα ποιανού η μπογιά περνάει αυτό το διάστημα. «Σάσα Μπάστα» μου είπε γοργά. Τού ανέφερα τους ηθοποιούς του «Τσίρκου» που διέμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο. «μπα, δεν....» είπε με νόημα.
Σηκώθηκα για να φύγω χαιρετώντας ευγενικά και ευχόμενη «καλή δύναμη στο κυνηγητό σου». Τον ακολούθησα με το βλέμμα. Ξάφνου, στο βάθος, ευδιάκριτος φάνηκε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Τον είχα πίσω μου σε όλη την συνομιλία μου με τον φίλο μας. Απόρησα μέσα μου. Πλησίασα τον μαέστρο για να του πω μια καλησπέρα.  Ο φίλος μας πέρασε από μπροστά του (σίγουρα τον είχε συλλάβει από ώρα το εξασκημένο μάτι του, αλλά προφανώς ... δεν πουλάει), τον προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς τα δωμάτια των καλλιτέχνιδων που γεμίζουν τις πίστες και τις τηλεοπτικές οθόνες μπούτια και βυζιά, ασκόπως αποκαλυπτόμενα τις περισσότερες φορές.
Αποχαιρετώντας τον μαέστρο, σκεπτόμουν το σφάλμα του δημοσιογράφου να έχει μπροστά του ένα ζωντανό θρύλο της μουσικής και να επιλέγει να ασχοληθεί με το τόπλες της Μπάρμπα, το μακιγιάζ της Βανδή, το σιθρού της Παπαρίζου και την κυτταρίτιδα στον κώλο της όποιας. Σκέφτηκα πως ίσως αλλού για αλλού ξεκίνησε και στην πορεία  λοξοδρόμησε για τον βιοπορισμό. Αναρωτήθηκα πάλι, αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα, δηλαδή αν ο αναγνώστης έχει ευθύνη που ασχολείται με άχρηστες πληροφορίες ή ο δημοσιογράφος και το πού αποφασίζει να τοποθετήσει τον πήχυ του κάθε φορά που δημοσιοποιεί κάτι. Μετά πάλι σκέφτηκα πως όλα χρειάζονται. Και οι άχρηστες πληροφορίες για μένα και οι άχρηστες πληροφορίες για τους άλλους, που δεν θέλουν ό,τι θέλω.
Κατέληξα στο συμπέρασμα πως χωρίς την άχρηστη πληροφορία μπορώ να ζήσω, χωρίς την μουσική τουΞαρχάκου η ζωή μου θα ήταν πολύ φτωχότερη σε συγκίνηση, σε συναίσθημα, σε αντίληψη, σε έκφραση, σε ευαισθησία, στον λυγμό που ξεκλειδώνει άγνωστες πτυχές μου. Λυπήθηκα τον φίλο μας. Είναι τραγικό να αφιερώνεις την ζωή σου στο άχρηστο. Και ακόμα τραγικότερο να πιστεύεις πως είναι και σωστό.

Το κουτόχορτο" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Photo: Muffet
Photo: Muffet
1 εικόνα
Για πρώτη φορά πιάνω τον εαυτό μου να θέλει να γυρίσει είκοσι χρόνια πίσω με την γνώση του παρόντος ή να πάει μπροστά μ’ένα πήδουλο. Νοιώθω να με πνίγει ένα απίθανο αδιέξοδο, να με στραγγαλίζουν οι αποφάσεις των άλλων που δεν με λαμβάνουν υπ’όψιν. Δεν έχω δικαίωμα να αρρωστήσω, να βήξω, να ζητήσω, να δώσω ώρες-ώρες. Χρεώνομαι όλα τα δεινά της Ευρώπης, λαμόγιεψα, δεν λαμόγιεψα, ξαναχρεώνομαι για να ξεχρεώσω. Τα οικονομικά δεν τα κατέχω, αλλά κατέχω την λογική του δανείου: όσο δανείζομαι για να ξεχρεώσω, τόσο μπλοκάρομαι στα δάνειά μου, τα πριν και τα επόμενα. Και χάνω την ελευθερία μου. Αυτό και μόνο με πνίγει, τόσο η ιδέα του, όσο και ο ρεαλισμός του.
Οι ιδέες της δυτικοευρωπαϊκής Ελλάδας έπεσαν έξω. Τα πρώτα συμπτώματα φάνηκαν δυσδιάκριτα στην δεκαετία του 90. Ήταν άλλες οι συνθήκες διαβίωσης και καθημερινότητας. Εν τούτοις δεν ήταν μόνο το χρήμα το πρόβλημα, που έρρεε αφθόνως. Ήταν και η αμορφωσιά του Έλληνα, που σπούδαζε για να βγεί από τον τίτλο του αμόρφωτου, έφτιαχνε για να αποδείξει ό,τι τον ανέβαζε κοινωνικά, σε επίπεδο αυτοπεποίθησης  και σε αυτοεκτίμηση. Λες και είμαστε τα ντουβάρια, τα μπουκάλια στα μπαράκια και οι ρόδες των αυτοκινήτων. Αλλά, αν δεν έχεις φτιάξει ψυχούλα και μυαλό, πώς να σκεφτείς αλλιώς;. 
Έμπαινε – έβγανε κόσμος στην Ελλάδα, όπως έμπαιναν και έβγαιναν στα πορτοφόλια πολιτικών και πολιτών λάθρα χρήματα, περιουσίες, αυθαίρετα, γκόμενοι και γκόμενες περιωπής (θα μου πεις και τι μας νοιάζεις; Δεν μας νοιάζει, αλλά όταν συστηματικά το συναίσθημα στραγγαλίζεται, υπάρχει πρόβλημα). Όλα για να τονωθεί η αυτοπεποίθηση, να τονωθεί το ασθενές εγώ και να ρουφήξει η πατρίδα την πρέζα της: μια σπουδαία, πλούσια Ελλάδα ανατέλλει, που μιμείται άκριτα ό,τι ξενικό υπάρχει! Σπουδαία και άκριτα; Δεν πάνε μαζί. Πώς, αναρωτιέμαι φανερά τώρα πια, να μεγαλουργήσει η Ελλάδα, όταν δεν δουλεύτηκε το βασικό: ψυχούλα και μυαλό. Τότε, τα ξανασκεπτόμουν, αλλά είχα την αλαζονία και την ψευδαίσθηση να πιστεύω πως ό,τι επιλέγει ο άλλος, δεν με αφορά, από την στιγμή που μπορώ να κάνω ελεύθερα τις επιλογές μου κι εγώ. Θέλω να ξεκατινιαστώ στο life style; Το κάνω. Δεν θέλω; Δεν το κάνω. Με ό,τι συνεπάγεται και στις δύο περιπτώσεις.
Μια θυρυβώδης Ελλάδα που έκανε κρότο σε κάθε της λεπτό σχεδόν, θυμάμαι. Σαν τα άδεια βαρέλια. Φώτα απο δω, φώτα απο κεί, δεξιώσεις και ακριβό ουϊσκι στο χέρι, ξεχνώντας το ταπεινό κρασάκι στην καράφα, την τσικουδιά στα γρήγορα και τον ελληνικό με δυο φουσκάλες στην χόβολη. Συστηματικά και με μαθηματική συνέπεια, αλλά μη αναμενόμενα για τους πολλούς, κατρακυλήσαμε. Μουρουνέλαιο για τους παπούδες, δίμηνες συμβάσεις για τους ενήλικες, εξευτελισμός με γεωμεντρική πρόοδο για όλους. Δεν ήσουν απο τους πρώτους, θα είσαι από τους τελευταίους που θα πονέσεις. Και μετά τι; Το χάος; Στο μέλλον;
Μα την αλήθεια, εκεί θέλω να εκτοξευθώ. Σαν πύραυλος. Όχι, γιατί φοβάμαι τον πόνο, αλλά γιατί θέλω να προσπεράσω μια αδιέξοδη κατάσταση που με έχει μπλοκάρει. Δεν βλέπω κάπου φως. Θέλω να εκτιναχθώ στο 2016, καλά δεν θα είναι εκεί; Καλύτερα τουλάχιστον, ε; Αρκεί να έχουμε πάρει το μάθημά μας. Αν και για αυτό επιφυλάσσομαι. Η ιστορία αποδεικνύει ότι τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Και στο βάθος- βάθος, ίσως να αρεσκόμαστε στην λαμογιοκρατία και την κεκαλυμμένη με τον ένα ή άλλο μανδύα αμορφωσιά. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η ύπαρξη των ίδιων και ίδιων στην Βουλή; Και επιτέλους: μην αναρωτιόμαστε γιατί η Χρυσή Αυγή έχει αυξήσει τα ποσοστά της. Κοινωνιολογικές και τα ρέστα αναλύσεις, ξανά και ξανά. Αποτελεί το αποτέλεσμα της ψυχούλας και του μυαλού που ξεχάσαμε να δουλέψουμε. Ή μάλλον τα δουλέψαμε και με το παραπάνω. Πιστέψαμε πως η ΧΑ θα μας κάνει τα χρυσά αυγά. Έτσι, για να μην ξεχνάμε να πιστεύουμε στις μπουρδολογίες των σύγχρονων Πυθιών που αντί να μασάει χασίς, προσφέρει κουτόχορτο. 

Προστασία: οπλοκατοχή ή σκύλος;" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Photo: Jodi K.
Photo: Jodi K.
1 εικόνα
«Κυρία μου, τα σκυλιά σας δεν αφήνουν τους γείτονες να κοιμηθούν».
«Και σεις πώς το ξέρετε;».
«Έχω έρθει αρκετή ώρα στην γωνία και τα ακούω».
«Και αναρωτιόμουν τι συμβαίνει. Μα αυτός είναι ο ρόλος τους. Να εντοπίζουν και να ειδοποιούν για τους ανεπιθύμητους. Και για αυτά, είστε ανεπιθύμητος. Τώρα εξηγείται, γιατί δεν σταματά ο Άξελ, όταν του φωνάζω. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο τον έχω. Και αν δεν έβλεπα τον φάρο του περιπολικού, δεν θα έβγαινα έξω, όσο δυνατά κι αν βαρούσατε την πόρτα. Ειδάλλως, θα έπρεπε να σας τινάξω τα μυαλά στον αέρα, ανοίγοντας την πόρτα μου»

Διάλογος γύρω στις 3:30 τα ξημερώματα. Κάποιος από το τόξο των γειτόνων  μου (μπορείτε ελεύθερα να το αποκαλέσετε το «τόξο του διαβόλου») κάλεσε την Αστυνομία. Ήρθαν ένας κύριος γύρω στα 45 με την στολή της υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ. και ένας νεαρός με μαύρο μπλουζάκι και το παντελόνι που συνοδεύεται από το άρβυλο. Κλήθηκαν να μου κάνουν παρατήρηση για τα σκυλιά. Ο άνθρωπος κατάλαβε αμέσως ότι η συζήτηση είχε μπει σε βάση πολιτισμένη και μιλούσε μάλλον με συστολή, όταν έλεγε «κάντε κάτι με τα σκυλιά σας». Εκτελούσε τα δέοντα της υπηρεσίας του. Τον κάλεσα χαριτολογώντας να έρθει το επόμενο βράδυ από τα μεσάνυχτα μέχρι τα ξημερώματα για να διαπιστώσει, αν όντως γαύγιζαν χωρίς λόγο. Έχει παρέλθει το δίμηνο διάστημα της προσαρμογής τους στην νέα τους κατοικία. Έριξε μια λοξή ματιά στην εικόνα που του πρόσφερε αφειδώς και μας προσφέρει με μεγάλη ευκολία η εξ ανατολάς γειτόνισσα: έξω στο μπαλκόνι για να ουρλιάξει. Κρίμα είναι και μικρή κοπέλα. Τι έχει συναντήσει ο άνθρωπος τόσα χρόνια στην υπηρεσία του. Ρώτησε χαμηλόφωνα:
«Δικό σας είναι το σπίτι;»
«Δυστυχώς» του απάντησα με πίκρα.

Έκανε βήματα μπρος πίσω για να φύγει και κάτι τον κρατούσε. Άρπαξα την ευκαιρία.
«Εσείς δεν φοβάστε με τόσα που συμβαίνουν;».
«Όχι», μου απάντησε και το ψέμμα ξεχείλιζε από τα μάτια.
«Πιστεύετε πως είναι καλύτερο να τινάξω τα μυαλά στον αέρα οποιουδήποτε επιχειρήσει να μπει στο σπίτι μου ή να τον αποτρέψω με τα σκυλιά μου, ώστε να μην μπει; » επέμενα.
Βλέμμα ανιχνευτικό...
«Μόνο από την ασφάλεια θα μάθετε αν έχω δικαίωμα οπλοκατοχής»  συνέχισα.
«Κάντε κάτι να μην φωνάζουν» είπε χαμηλόφωνα.
«Δεν απαντάτε...»
Σιωπή...
«Μα αυτός είναι ο ρόλος τους. Προστατεύουν εμένα, τους γείτονες και τον κλέφτη που θα σκεφτεί να μπει στο σπίτι μου» απάντησα χαμογελώντας.

Άνθρωποι που ... πολυπερπατούν την νύχτα, κάνουν λόγο για παράνομα όπλα στο νησί που ο αριθμός τους έχει ξεπεράσει τις 4.000. Εξαιρούνται οι κυνηγοί και οι συνοριοφύλακες. Αναρωτιέμαι, ποιο είναι το ζητούμενο: να αποτρέψω τον κλέφτη έχοντας σκύλο-φύλακα που θα με ειδοποίησει ότι κάτι πάει στραβά, να ρισκάρω την ζωή μου, μιας και είναι θέμα τζόκερ, αν θα σκάσει η μπίλια στο δικό μου σπίτι για την επόμενη εισβολή των κλεφτών ή να προστατεύσω την ζωή μου χρησιμοποιώντας όπλο παράνομα ή νόμιμα. Ο έχων άδεια οπλοκατοχής, εννοείται πως δεν το διατυμπανίζει, γιατί το έχει για τον εαυτό του και όχι για επίδειξη. Ο παρανόμως οπλοκάτοχος, το βγάζει, το δείχνει, το καθαρίζει και ρίχνει και καμμιά ντουφεκιά, έτσι για να πουλήσει μούρη. Το ζητούμενο, όμως, παραμένει άλλο: σε μια χώρα που τα πάντα είναι διαλυμένα, ποιος θα προασπίσει την ασφάλεια του πολίτη, όταν η παρουσία της Αστυνομίας εμφανιστεί εκ των υστέρων; Να το θέσω διαφορετικά: αν υπάρχει η επιλογή οπλοχρησίας με το ενδεχόμενο ανθρωποκτονίας και η επιλογή σκυλιών που λειτουργούν προειδοποιητικά για τον ιδιοκτήτη και αποτρεπτικά για τον κλέφτη, εσείς τι θα επιλέξετε;
Υγ: καθώς έφευγαν, δεν θυμάμαι να τους είπα ούτε καλημέρα, ούτε καληνύχτα, ούτε καλή υπηρεσία, ούτε συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Το βλέμμα μου έπεσε στον νεαρό: «Λεβέντη μου, μεγάλο σχολείο διάλεξες να διαβείς, έχεις να συναντήσεις ανθρώπους και ανθρωπάκια. Βάστα γερά, γιατί η βλακεία είναι ανίκητη» είπα και μπήκα σπίτι μου.
 

Άκουσε, Χρηστάρα μου" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Ξέρω... θα μου πεις... ότι κάτι αντίστοιχο έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς στο παιδί του. Το θυμάσαι; «παραινέσεις ενός πατέρα του καιρού μας». Δεν ξέρω πόσο σύγχρονη είναι η μανούλα, αλλά εντίμως και με το χέρι στην καρδιά, σου λέω τούτα, επειδή θέλω στην ζωή σου να είσαι καλά, να νοιώθεις ισορροπημένος και να δημιουργείς τις προϋποθέσεις να είσαι χαρούμενος. Στο χέρι μας δεν είναι η τύχη μας; Άκουσε, λοιπόν.
Χρηστάρα μου: λατρεύω το όνομά σου. Χρήστος ο πατέρας μου, Χρήστος και συ. Χρήστος και ο κολλητός μου στην εφηβεία μου. Γύρω από έναν Χρήστο η ζωή μου με κάποιο τρόπο. Είμαι βέβαιη πως στην ζωή σου θα είσαι ό,τι λέει το όνομά σου: χρήσιμος άνθρωπος, γιατί γνωρίζεις το ουσιαστικότερο: να δίνεις και να αγαπάς! Πόσοι νομίζεις είναι έτσι; Λένε πως φτιάχνονται οι άνθρωποι, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως κάποιοι γεννιούνται. Να συνεχίσεις, λοιπόν, να αγαπάς και να δίνεις έτσι γενναιόδωρα και απεριόριστα. Να είσαι τρυφερός με την κοπέλα σου και τους φίλους σου, προστατευτικός και δοτικός. Πόσοι και πόσοι στήριξαν την ζωή τους σε ένα δοτικό συναίσθημα και πήραν τσιγγουνιά... εσύ να δίνεις, αγόρι μου, να δίνεις χωρίς να περιμένεις να πάρεις, έστω και αν εκεί που δίνεις, δεν ξέρουν να εκτιμήσουν. Εσύ μην επηρεαστείς... συνέχισε να δίνεις από το περίσσευμα και το υστέρημά σου. Δεν θα χάσεις... Τουλάχιστον μέσα σου.
Να δημιουργείς και να μαθαίνεις πάντα, ό,τι και αν είναι αυτό. Μην φοβάσαι ότι μπορεί να σε κοροϊδέψουν, αν τους πεις ότι ξέρεις να καλουπώνεις, να σκαλίζεις, να μαγειρεύεις ή να σιδερώνεις, όπως έκανες στα οκτώ σου. Θυμάσαι τι σου έλεγε η Έφη, εκείνη η σπουδαία δασκάλα σου στην Τρίτη δημοτικού, όταν της είπες ότι σιδέρωσες μόνος σου την βερμούδα σου; «Είσαι σπουδαίο αγόρι, Χρήστο μου». Έτσι σου είχε πει. Ναι, Χρηστάρα μου, είσαι σπουδαίο αγόρι, αλλά μην ξεχνάς και τούτο: να ζυγίζεις την σκληρότητα, όταν αυτή σε επισκέπτεται. Δεν είναι όλες οι στιγμές μας καλές. Ε, στις κακές σου να είσαι ψύχραιμος, κυρίαρχος της κατάστασης και όχι έρμαιό της. Να είσαι δυνατός στα ζόρια και να ξέρεις ότι έρχονται για να μας δυναμώσουν. Ακόμα και όταν και γω φύγω από αυτόν τον κόσμο- ξέρω ότι μου’χεις αδυναμία- να ξέρεις ότι μόνο ένα θα θέλω: να είσαι μάγκας και ψύχραιμος. Η ψυχραιμία είναι μεγάλη αρετή, μού έλεγε ο παππούς σου και σου λέω και γω. Να διαχειρίζεσαι τις καταστάσεις, όχι να σε διαχειρίζονται Και να ακονίζεις τα σπαθιά σου όσο θέλεις, αλλά να τα βγάζεις, αφού ακούσεις τον άλλο... έτσι μού’λεγε ο παππούς που δε γνώρισες, έτσι σου λέω. Γιατί σου αξίζει να του μοιάσεις. Και στην λεβεντιά και στην ψυχραιμία... α, και στον χορό και στην καλλιτεχνία... άλλη σου πτυχή αυτή σημαντική, μην την παραμερίσεις ποτέ... πριν απο δυο-τρία χρόνια που ζοριζόσουν στα πρώτα όχι μου, μού κοπανούσες την πόρτα του δωματίου σου στα μούτρα και έπαιζες Metallica, θυμάσαι; Πάντα σου έκανε καλό η κιθάρα! Α, και να ονειρεύεαι. Να βάζεις στόχους φωτεινούς και μακρινούς μέχρι τον ήλιο. Και στα όνειρά σου, ποτέ μην βάλεις ταβάνι. Μην περιοριστείς.   
Και κάτι τελευταίο, αλλά πολύ σημαντικό για σένα: μην φοβηθείς να ερωτευτείς μέχρι τρέλλας. Μην φοβηθείς να γίνεις ερωτικός μετανάστης. Αλλοίμονο στον άνδρα που δεν παραδέχεται ότι σέρνεται για μια γυναίκα. Να μην ντραπείς ποτέ για τα συναισθήματά σου. Και να σεβαστείς την γυναίκα, αν θέλεις να σε σεβαστεί. Να την τοποθετήσεις ψηλά στην ζωή σου, αν θέλεις να σε τοποθετήσει και εκείνη. Στην ζωή, παλικάρι μου, το αλισβερίσι είναι, συνήθως, τίμιο: ό,τι δίνεις, παίρνεις. Αν δώσεις λουλούδι, θα θερίσεις ανθόκηπο, έστω και από άλλο πρόσωπο. Και ποτέ, μα ποτέ, μην παίξεις με τα συναισθήματα των ανθρώπων. Να είσαι τίμιος στις σχέσεις σου, όποιες και αν είναι αυτές, επαγγελματικές, ερωτικές, σεξουαλικές, φιλικές. Να κάνεις καθαρό παιχνίδι. Μην επιτρέψεις ποτέ να σκεφτεί κάποιος να σε φτύσει στα μούτρα. Έχουμε πήξει στους καραγκιόζηδες. Εσύ να είσαι άντρας, να τιμάς και τα παντελόνια σου και τον εαυτό σου και τις επιλογές σου. Αυτό ακόμα και κλείνω: έχεις εξαιρετική οδηγική αντίληψη. Σε παρακαλώ, όμως, να μην τρέχεις. Με όποιο όχημα, κι αν επιλέξεις να χρησιμοποιήσεις στην ζωή σου. Πάντα κάποιοι θα σε αγαπούν και θα σε περιμένουν να επιστρέψεις. Και εσένα και άλλους. 
Υγ: μην με ρωτήσεις «τι έγινε ρε μάνα;». Πάντα έρχεται η στιγμή που νοιώθουμε ότι ο γιός μας γίνεται αντράκι. Και σήμερα, δεν το πήρες είδηση, αλλά δάκρυσα όταν μου είπες: «Είδα για λίγο την Κατερίνα, καλό το κοριτσάκι μου». Τι να σου πω, βρε κοπρίτη... ένοιωσα τόσο ‘γεμάτη’’ σαν να ήμουν στην θέση σου. Να την φροντίζεις, όπως σε φροντίζει.  

Ο Φρέντυ Κρούγκερ των δασών και η κρεμάλα" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Photo: leafy
Photo: leafy
1 εικόνα
Ξανά τα ίδια. Φωτιά από τις 2:30 τα ξημερώματα στην Ψίνθο Ρόδου σε δύο διαφορετικά μέτωπα που δεν ενώθηκαν μεταξύ τους. Δηλαδή, ο εμπρηστής, έβαλε την μια και μετά έβαλε και την άλλη πυρκαγιά. Στην προ 15ημερών στον Άγιο Σουλά επισήμως κάηκαν 6.000 στρέμματα δάσους και καταστράφηκε ολοσχερώς το πάρκο χιλίων στρεμμάτων που είχε δημιουργηθεί για την προστασία των μοναδικών ελαφιών της Ρόδου, των Ντάμα-Ντάμα. Ψιλά γράμματα για τους άφιλους, ανθρώπων και ζώων. Δεν είναι λύση, αλλά σίγουρα η καταστροφή και άλλου πνεύμονα ζωής στη Ρόδο είναι αρκετή για να ανάψει τα αίματα εκείνων που θέλουν να δείρουν τον εμπρηστή. Ή για να μιλήσω φωτογραφίζοντας την πραγματικότητα, να κρεμάσουν ανάποδα, στην Πλατεία Κύπρου, τον δράστη. Είτε είναι τρελλός, είτε μέγας προδότης. 
Οι προδότες είναι παντού. Οι προδότες του μυαλού ΤΟΥΣ χρήζουν ανάγκης ψυχιάτρου και φαρμακευτικής αγωγής. Οι προδότες της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, όμως, χρήζουν κρεμάλας! Ε, δεν θέλω να μιλήσω για θανατική ποινή ακριβώς, αλλά για όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που δημιουργούνται, προκειμένου να αποτρέπονται εγκληματικές ενέργειες που καταστρέφουν μια κοινωνία. Αναρωτιέμαι, ποιος θα έβαζε φωτιά σ’ένα δάσος, αν ήξερε ότι στην πιθανή σύλληψή του θα τον περίμενε ο θάνατος. Ποιος θα διακινούσε ναρκωτικά, αν ήξερε ότι στην πιθανή σύλληψή του, θα τον περίμενε ο θάνατος. Ποιος θα γινόταν επαγγελματίας δολοφόνος, αν ήξερε.... Και εμπρηστής, επίσης. Διότι, αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, η θανατική ποινή δεν εφαρμόζεται στους εν βρασμώ ψυχής εγκληματίες ή στους ψυχικά αρρώστους, αλλά στους εν γνώσει τους εγκληματίες που αποκομίζουν χρήμα ή ό,τι άλλο, ο καθείς θεωρεί σημαντικό, ως επιβράβευση της πράξης τους.
Η ροδιακή κοινωνία, και φαντάζομαι και πολλοί Έλληνες, μετά τα καμένα δάση – τι χρήμα άσκοπο, τι κόπος απίστευτος, πόσος αποπροσανατολισμός από άλλα ζητήματα , πχ. λαθρομεταναστευτικό που διαπιστώνω ότι τις τελευταίες ημέρες στην Σύμη και Φαρμακονήσι υπάρχει σε έξαρση - θα ήθελαν να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους εμπρηστές, αν μάλιστα εν πλήρει συνειδήσει τους, εκτέλεσαν εντολές.
Όσο περνά ο καιρός, τόσο πιστεύω ακράδαντα ότι οι μεγαλύτεροι προδότες της ελληνικής κοινωνίας είναι οι πολιτικοί άνδρες. Εκείνοι που άφησαν την διαφθορά να μεγαλουργήσει, επιβράβευσαν τον κάθε άξεστο και αμόρφωτο, γιατί τους έκανε τα ρουσφέτια και επικαρπώνονταν την εύνοια του ψηφοφόρου. Οι ίδιοι ενέκριναν τις όποιες ατασθαλίες. Από την έγκριση άπειρων διορισμών μέχρι την έγκριση, μετά ελαφρότητας και επιπολαιότητας, του όποιου καταστήματος άνευ αδείας (σημείωση: μου είπαν «Πρόσεχε!» με αφορμή την δημοσιοποίηση της φωτογραφίας για το αίσχος της Μεσαιωνικής Πόλης, επειδή «οι τύποι είναι γκάνκστερς και παίζονται χοντρά συμφέροντα». Διευκρινίζω: δεν ξέρω, ποιους ακριβώς εννοούν ως γκάνκστερς, τους επιχειρηματίες που έχουν συμφέροντα ή τους πολιτικούς που εγκρίνουν τις όποιες αιτήσεις και επίσης έχουν μη φανερά. συμφέροντα. Διότι: δεν υπάρχουν παράλογα αιτήματα, αλλά παράλογες εγκρίσεις). Δεν είναι οι πολίτες άμοιροι ευθυνών, αλλά είπαμε… αιτήματα και εγκρίσεις.
Σ΄ένα από τα αστυνομικά μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, ο συγγραφέας αναφέρει την φράση του ήρωά του: «Είμαστε πάντοτε λίγο απ’ό,τι μας κάνει ο απέναντί μας να είμαστε». Σε μια ελληνική κοινωνία, όπου ο πολιτικός ως «μορφωμένος» άνθρωπος – στην πλειονότητά του πάντα- εξαφάνισε κάθε έννοια αυτοσεβασμού, πολιτισμού και δημοκρατίας με την συμπεριφορά του, μας επιτρέπει με την στάση ζωής του να λειτουργήσουμε ως ακοινώνητη κοινωνία και με ζωώδη ένστικτα. Μας επιτρέπει, με άλλα λόγια, να επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν πριν από 60 περίπου χρόνια: στην νομιμοποίηση της θανατικής ποινής. Διότι μια κοινωνία, αληθινά πολιτισμένη, λειτουργεί στο σύνολο και στην πλειοψηφία της με αυτοσεβασμό, καταργώντας οποιαδήποτε έννοια ποινής, που η ύπαρξή της και μόνο, προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Υγ: ναι, είναι σκληρός ο τόνος του κειμένου. Δεν έχω και δεν ξέρω αν έχετε και σεις άλλα περιθώρια, αλλά προσωπικά χρειάζομαι οξυγόνο. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Όταν η ατμόσφαιρα γύρω μου μυρίζει αποκαϊδια, τα περιθώρια πολιτισμένης σκέψης περιορίζονται. Και επιβεβαιώνω, ό,τι έγραψε και ο Μαρής: «... λίγο απ’ό,τι ...ο απέναντι μας...».

Ο βυθός σου" της Τζίνας Δαβιλά

http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=191&returnurl=%2fDefault.aspx%3ftabid%3d57


Photo: Duncan Rawlinson
Photo: Duncan Rawlinson
1 εικόνα
Ξυπνάς παραξενεμένος. Βρισκόσουν λέει σ’ένα περίεργο βυθό. Εκεί που όλα ήταν μπλε – δεν έπιανε το φως – ξάφνου μια σκάλα πλάι σ’ένα πρόσωπο ολοστρόγγυλο με κατακόκκινα χείλη σου χαμογελούσε. Πλάϊ στην σκάλα. Πιο πέρα μια γυναικεια φιγούρα με μαύρα μαλλιά και ψαράδικο κόκκινο παντελόνι τραβά ένα καλάθι τεράστιο γεμάτο λουλούδια. Πιο κει, ένα φεγγάρι! Ένα μισοφέγγαρο υπέροχο ασημοκίτρινο που χαμογελούσε σε δύο αστέρια. Το ακροβατικό της ζωής σου. Της δικής μου ίσως. Ένα ακροβατικό η ζωή μας. Πολύπλοκο, απίθανο, απρόβλεπτο, βαρετό, βαθύ σαν το ποτάμι.
Τρίβεις τα μάτια. Ανασηκώνεσαι, ψάχνεις τους φακούς σου, δεν βρίσκεις το απρογάλαζο κουτάκι τους, ανοίγεις το συρτάρι για να πιάσεις τα γυαλιά, τα βρίσκεις, τα φοράς και πετάς από πάνω σου το λεπτό σεντόνι. Κλείνεις το κλιματιστικό, ανοίγεις την μπαλκονόπορτα και βγαίνεις στην βεράντα. Ακούς τα τριζόνια. Τί όμορφη μουσική δημιουργεί η φύση, ένα μόλις βήμα έξω από την κρεββατοκάμαρά σου. Που την μοιράζεσαι με τον εαυτό σου. Σάμπως, και όταν την μοιραζόσουν με κάποιον, ήταν καλύτερα; Μόνος σου και τότε, μόνος σου και τώρα. Άντε και τότε, πώς να πιέσεις τον άλλον να σε βρει; Να σε ψάξει, να σε αναζητήσει στα δευτερόλεπτα σου, εκείνα τα φευγαλαία που πάνε και παίρνουν μαζί τους κομμάτια σου συμπαγή, αληθινά, σίγουρα. Όταν είσαι εσύ ολόγυμνος. Εδώ είσαι με σένα και δεν σε βρίσκεις. Αναλογίσου, πόσες φορές βούτηξες μέσα σου για να σε μάθεις. Μια; Δυό; Τρεις; Δεν είναι περισσότερες. Λίγες οι βουτιές σου. Και τα λάθη πληρώνονται, μάτια μου. Οι λογαριασμοί με τον εαυτό μας δεν κλείνουν έτσι εύκολα. Ματώνεις, είναι το αίμα σου στην άσφαλτο.
Βαριέσαι να μπεις στην κουζίνα για να φτιάξεις καφέ. Ανάβεις τσιγάρο. Όχι στριφτό.  Στο συρταράκι του τραπεζιού έχεις ένα πακετό ανοιχτό «Καρέλιας». Λείπουν κανά δύο τσιγάρα. Είναι για ώρα ανάγκης. Στο ίδιο σημείο έχεις και έναν zippo. Λες  και είσαι ο Καββαδίας για να ανάψεις τσιγάρο στα 15 μποφόρ. Αντιστρόφως ανάλογη η δουλειά του αναπτήρα και η δική σου. Καίει η κάφτρα, καίγεσαι και συ για την δειλία σου. Ήσουν τελικά σε όλα λίγος. Λίγος στην γενναιοδωρία, λίγος στην τρέλλα, λίγος στην πλάκα, λίγες οι βουτιές σου και στους άλλους.  Τι φοβήθηκες, καημένε; Τον κόπο; Τον χρόνο; Την απόρριψη; Τον πόνο; Και τι κατάλαβες πια; Ότι είσαι τραγικά μόνος. Οκ, αυτό το ξέραμε και από τον Ρίτσο, εσύ ποιο νέο έχεις να πεις; Έχεις; ... Καλά... μην το ζορίζεις.
Έφτασες στα άκρα σου, φίλε μου. Κάποια στιγμή όλοι φτάνουμε. Και παίρνουμε την μεγάλη απόφαση: μια βουτιά στον άλλο μας εαυτό ή στον άλλον γενικώς, αντί για το κενό ή την ανούσια περιπλάνηση «στων πολλών τις συναναστροφές» που λέει και ο Αλεξανδρινός. Αυτόν που κρύβουμε επιμελώς και διακριτικώς. Αλλιώς ατελεύτητο το ταξίδι. Τι... μόνο ο χτύπος της καρδιάς καθορίζει την ύπαρξη, λες; Στον αφρό τίποτα δεν ανταμώνεται. Και δεν απαντάται. Πώς είπες; Δεν φτάνει φως εκεί μέσα; Κάντην, βρε μάτια μου, την βουτιά εσύ και πού ξέρεις τι... Αλλιώς, θα λες πως δεν είδες τίποτα. Και πώς να δεις; Τα μάτια σου είναι καλά, τα γυαλιά σου καθαρά, αλλά ο στοχασμός σου αλλήθωρος. Είναι σαν το «ιδίοις αναλώμασι» που λέει ο κρυφός μας ποιητής. Έτσι... για το αυτοφάγωμα.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών